Οι Συμπεριφορικές και Γνωστικές Ψυχοθεραπείες είναι ψυχολογικές θεραπείες οι οποίες βασίζονται σε επιστημονικές αρχές και για τις οποίες η έρευνα έχει δείξει ότι είναι αποτελεσματικές σε ένα μεγάλο εύρος προβλημάτων. Οι πάσχοντες δουλεύουν μαζί με τον θεραπευτή για να αναγνωρίσουν και να κατανοήσουν τα προβλήματα με βάση τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά. Η θεραπεία συνήθως εστιάζεται στις δυσκολίες του εδώ και τώρα και βασίζεται στην ανάπτυξη μιας κοινής ανάμεσα στον θεραπευτή και τον ασθενή άποψης για τα προβλήματα του ασθενούς. Έχει αποδειχθεί πως αποτελούν ένα αποτελεσματικό είδος ψυχοθεραπείας, στο άγχος, τις φοβίες, τα προβλήματα σχέσεων, κλπ.

Τα δεδομένα μελέτης, η οποία δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «British Journal of General Practice», έδειξαν πως η Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία – ΓΣΘ (Cognitive Behavioral Therapy – CBT) είναι αποτελεσματική και οδηγεί σε βελτιώσεις στον ύπνο των πασχόντων από αϋπνία, τους επόμενους μήνες μετά τη θεραπεία.

Η Τζούντιθ Ντέιβιντσον, μια από τις συγγραφείς της μελέτης από το Πανεπιστήμιο του Κουίν στο Οντάριο, στον Καναδά, αναφερόμενη στη ΓΣΘ, εξήγησε ότι υπάρχει πλέον μια αρκετά αποτελεσματική θεραπεία για την αϋπνία η οποία δεν περιλαμβάνει φάρμακα και οφείλει να παρέχεται από τις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης. Η Ντέιβιντσον και οι συνεργάτες της ανέλυσαν δεδομένα από 13 μελέτες παροχής ΓΣΘ για την καταπολέμηση της αϋπνίας μέσω πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Ορισμένοι συμμετέχοντες χρησιμοποιούσαν και φάρμακα για να μπορέσουν να κοιμηθούν.

Διαπιστώθηκε ότι οι συμμετέχοντες, μετά τη ΓΣΘ, κατάφερναν να κοιμηθούν από 9 έως 30 λεπτά νωρίτερα και ο χρόνος που περνούσαν ξύπνιοι αφού είχαν κοιμηθεί μειώθηκε από 22 έως 36 λεπτά. Αντίθετα, εκείνοι που ακολούθησαν φαρμακευτική αγωγή κοιμήθηκαν μόνο 4 λεπτά νωρίτερα και ο χρόνος που έμειναν ξύπνιοι στο μεσοδιάστημα μειώθηκε μόνο κατά 8 λεπτά. Πρέπει να παρέχονται 4 έως 8 συνεδρίες ΓΣΘ για να παρουσιαστούν τα θεραπευτικά αποτελέσματα και σύμφωνα με τους ερευνητές, οι παθολόγοι θα πρέπει να συνιστούν αυτή τη θεραπεία στους πάσχοντες. Παρά την αποτελεσματικότητα της θεραπείας, η πρόσβαση σε αυτήν είναι ακόμα ελλιπής κατά τους ερευνητές.