Σύμφωνα με δανέζικη επιστημονική έρευνα, που παρουσιάστηκε στη Βαρκελώνη στο φετινό ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Μελέτη του Διαβήτη, η παχυσαρκία σχετίζεται με σχεδόν εξαπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2.
Η δανέζικη έρευνα, με επικεφαλής την δρα Χερμίνα Γιακούποβιτς του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, που έγινε σε σχεδόν 9.600 άτομα, από τα οποία περίπου τα μισά εμφάνισαν διαβήτη στη διάρκεια μιας περιόδου 15 ετών, έδειξε ότι η παχυσαρκία και ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής είναι οι μεγαλύτεροι παράγοντες κινδύνου για διαβήτη, άσχετα με τη γενετική προδιάθεση. Ιδίως η παχυσαρκία (δείκτης μάζας σώματος άνω του 30) αυξάνει κατά 5,8 φορές τον κίνδυνο διαβήτη τύπου 2, σε σχέση με όσους έχουν κανονικό βάρος.
Από μόνα τους ούτε η γενετική προδιάθεση, ούτε ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής σχετίζονται με τόσο αυξημένο κίνδυνο διαβήτη, όσο η παχυσαρκία. Ακόμη και οι άνθρωποι με τα περισσότερα γονίδια κινδύνου στο DNA τους έχουν μόνο διπλάσιο κίνδυνο για διαβήτη, σε σχέση με όσους έχουν τον μικρότερο γενετικό κίνδυνο, ενώ από μόνος του ο ανθυγιεινός τρόπος ζωής σχετίζεται με αύξηση του κινδύνου διαβήτη μόνο κατά 20% σε σχέση με τον υγιεινό τρόπο ζωής.
Τακτικός έλεγχος
Η βασική στρατηγική σήμερα για την πρόληψη του διαβήτη είναι η διατήρηση φυσιολογικού βάρους και ο υγιεινός τρόπος ζωής (διατροφή, άσκηση, αποφυγή καπνίσματος και αλκοόλ). Πάνω από 86 εκατομμύρια άνθρωποι στις Η.Π.Α., δηλαδή 1 στους 3 ενήλικες, βρίσκονται στο στάδιο του προδιαβήτη, αλλά το 90% εξ αυτών δεν το γνωρίζει. Ένας άνθρωπος βρίσκεται στο στάδιο του προδιαβήτη όταν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα του είναι πάνω από το φυσιολογικό, αλλά όχι τόσο υψηλά που να θεωρείται ότι πάσχει από διαβήτη.
Οι φυσιολογικές τιμές του σακχάρου νηστείας κυμαίνονται από 60 mg/dl μέχρι 110 mg/dl. Αυξημένη τιμή θεωρείται πάνω από 125 mg/dl, σύμφωνα με την Aμερικανική Διαβητολογική Eταιρεία, ή πάνω από 140 mg/dl, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Oργανισμό Yγείας.
Οι περισσότεροι άνθρωποι που βρίσκονται στο στάδιο του προδιαβήτη, αναπτύσσουν τελικά διαβήτη. Επειδή όμως η κατάσταση δεν προκαλεί συμπτώματα, δεν το αντιλαμβάνονται εγκαίρως.