Στην επιστημονική επιθεώρηση «Journal of the American Hearth Association», η οποία εκδίδεται από την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία δημοσιεύτηκε μελέτη, σύμφωνα με την οποία όσοι εκτίθενται συχνά σε φυτοφάρμακα στο εργασιακό τους περιβάλλον διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης καρδιακών ασθενειών και εγκεφαλικού επεισοδίου.
Η Μπεατρίζ Λ. Ροντρίγκες, μια από τους συντάκτες της μελέτης και καθηγήτρια γηριατρικής στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης, στη Μανόα εξηγεί ότι τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τη μελέτη καθιστούν αναγκαία τη χρήση εξοπλισμού για την προστασία από τα φυτοφάρμακα. Επιπλέον, είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αυτοί που λόγω επαγγέλματος έρχονται συχνά σε επαφή με φυτοφάρμακα, να το αναφέρουν στις ιατρικές τους εξετάσεις και να υπάρχει στο ιατρικό τους αρχείο.
Στην έρευνα έλαβαν μέρος 8.000 Ιάπωνες Αμερικάνοι από το Οάχου της Χαβάης την περίοδο 1965 – 1968 στο πλαίσιο του Προγράμματος Καρδιάς της Χονολουλού του Ιατρικού Κέντρου «Kuakini». Οι συμμετέχοντες είχαν ηλικία 45 – 68 ετών και η μελέτη βασίστηκε σε αυτοαναφορές σχετικά με την εργασία τους και την έκθεση σε φυτοφάρμακα. Η έρευνα διήρκεσε 34 χρόνια περίπου και σε αυτό το χρονικό σημείο οι ερευνητές διερεύνησαν τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού.
Για την εκτίμηση των επιπέδων έκθεσης σε φυτοφάρμακα χρησιμοποιήθηκε μια κλίμακα από τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία (OSHA – Occupational Safety and Health Administration).
Τα φυτοφάρμακα έχουν ιδιαίτερα μεγάλο χρόνο ημιζωής με αποτέλεσμα οι επιπτώσεις τους να ενδέχεται να εμφανιστούν πολλά χρόνια μετά. Οι μελετητές ασχολήθηκαν με το ρόλο της μεσολάβησης διαφορετικών χρονικών διαστημάτων. Βρέθηκε ότι ο μεγαλύτερος κίνδυνος καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού ήταν τα 10 πρώτα χρόνια μετά την έκθεση σε φυτοφάρμακα. Μετά από 34 χρόνια, όμως, η σχέση αυτή δε φάνηκε να διατηρείται.
Η Ροντρίγκες υποστηρίζει ότι αυτό το τελευταίο εύρημα ενδέχεται να οφείλεται σε άλλους παράγοντες που γίνονται σοβαρότεροι με την ηλικία και επικαλύπτουν τον ρόλο των φυτοφαρμάκων.
Στη συγκεκριμένη μελέτη συμμετείχαν μόνο άντρες, γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση τη γενίκευση των ευρημάτων και σε πληθυσμούς γυναικών.