Ο καρκίνος που αναπτύσσεται από τα μελανοκύτταρα, λέγεται μελάνωμα και είναι μια πολύ σοβαρή νόσος γιατί δίνει εύκολα μεταστάσεις σε άλλα όργανα του σώματος, μέσω του λεμφικού συστήματος αλλά και μέσω του αίματος. Συχνά, η πρώτη ένδειξη για το μελάνωμα είναι αλλαγή στο μέγεθος, σχήμα ή χρώμα ενός σπίλου (ελιάς).

Οι μισοί άνθρωποι που διαγιγνώσκονται με προχωρημένο μελάνωμα έχουν πλέον τη δυνατότητα να ζήσουν τουλάχιστον πέντε χρόνια ή και περισσότερο λαμβάνοντας μια συνδυαστική ανοσοθεραπεία, σύμφωνα με νέα έρευνα.

Η μελέτη Checkmate 067 που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «New England Journal of Medicine», ανέδειξε ότι η ανοσοθεραπεία και συγκεκριμένα η ιπιλουμάμπη και η νιβολουμάμπη (δύο μονοκλωνικά αντισώματα) όταν χορηγούνται συνδυαστικά διδάσκουν το ανοσοποιητικό σύστημα να καταπολεμά το μεταστατικό μελάνωμα. Έτσι λοιπόν συνιστούν μια εναλλακτική μέθοδο καταστροφής των όγκων και συμβάλλουν στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής των πασχόντων.

Ο καθηγητής Τζέιμς Λάρκιν του Ινστιτούτου Έρευνας για τον Καρκίνο και σύμβουλος ιατρικής ογκολογίας στο νοσοκομείο The Royal Marsden, στο Λονδίνο, που παρουσίασε τη συγκεκριμένη μελέτη δήλωσε: «Στο παρελθόν το μεταστατικό μελάνωμα θεωρούταν ανίατη νόσος. Οι ογκολόγοι θεωρούσαν πως το μελάνωμα είναι διαφορετικό από τους υπόλοιπους όγκους και από τη στιγμή που αρχίζει να εξαπλώνεται δεν μπορεί να θεραπευτεί. Είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να πούμε ότι οι πιθανότητες μακροπρόθεσμης επιβίωσης των ατόμων με προχωρημένο μελάνωμα είναι τώρα πάνω από 50%».

Ο Λάρκιν σχολιάζοντας την έρευνα εξηγεί ότι οι πιθανότητες να ζήσει κανείς πέντε χρόνια είναι ακριβώς οι ίδιες με το να ζήσει τρία ή τέσσερα χρόνια, ενώ οι πάσχοντες φτάνοντας στα πέντε χρόνια σταματούν τη θεραπεία και μπορούν να ζήσουν φυσιολογικές ζωές.

Αυτή τη στιγμή, το Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας έχει εγκρίνει τη χρήση του συνδυασμού αυτών των φαρμάκων για το προχωρημένο μελάνωμα και τον καρκίνο του νεφρού και έχουν θεραπευτεί περίπου 100 ασθενείς. Τα φάρμακα ήταν διαθέσιμα στα άτομα μόνο για ένα χρονικό διάστημα 10 – 15 ετών με αποτέλεσμα να μην είναι βέβαιο το κατά πόσο έχουν θεραπευτικές ιδιότητες μέχρι να φτάσουν τα άτομα που ακολούθησαν αυτή τη θεραπεία σε μεγάλη ηλικία.