Σε έρευνα του πανεπιστημίου του Warwick που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Journal of Headache and Pain» φάνηκε να υπάρχει σαφής σχέση μεταξύ του πόνου στη μέση και του πονοκεφάλου.

Οι χρόνιες κεφαλαλγίες και ο επίμονος πόνος στη μέση είναι δύο εξουθενωτικές καταστάσεις και κύριες αιτίες ανικανότητας παγκοσμίως, αφού κατατάσσονται στις πέντε πρώτες αιτίες που οι άνθρωποι βιώνουν δυσκολία εκτέλεσης των καθημερινών δραστηριοτήτων τους.

Στο παρελθόν είχαν διεξαχθεί μελέτες που κατεδείκνυαν την σχέση μεταξύ οσφυαλγίας και χρόνιας ημικρανίας και κεφαλαλγίας. Για την επιβεβαίωση αυτών των αποτελεσμάτων, οι ερευνητές της Ιατρικής Σχολής του Warwick, πραγματοποίησαν συστηματική ανασκόπηση δεκατεσσάρων μελετών με συνολικά 460.195 συμμετέχοντες και προσπάθησαν να μετρήσουν ποσοτικά την σχέση.

Οι επιστήμονες επικεντρώθηκαν σε άτομα με χρόνιες διαταραχές κεφαλαλγίας, σε εκείνους που θα είχαν πονοκεφάλους τις περισσότερες ημέρες του μήνα για τουλάχιστον τρεις μήνες και σε άτομα με επίμονο πόνο στη μέση που είχαν αυτόν τον πόνο στην καθημερινότητά τους. Σύμφωνα με την μελέτη τους πάνω από ένας στους 100 ανθρώπους στο Ηνωμένο Βασίλειο υποφέρουν και από τα δύο είδη πόνου.

Συγκεκριμένα διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς που βιώνουν τον έναν πόνο έχουν διπλάσιες πιθανότητες να βιώνουν και τον άλλο, σε σύγκριση με τους ανθρώπους που δεν έχουν ούτε πονοκεφάλους ούτε πόνο στη μέση.

Μέχρι σήμερα οι δύο παθήσεις αντιμετωπίζονται ξεχωριστά, από γιατρούς διαφορετικών ειδικοτήτων. Για τους ασθενείς με επίμονους πονοκεφάλους και με ημικρανία υπάρχουν ειδικές φαρμακευτικές θεραπείες.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο συσχετισμός των δύο παθήσεων ενδεχομένως να εξηγείται με τον τρόπο που οι άνθρωποι αντιδρούν στον πόνο, αφού μερικοί είναι πιο ευαίσθητοι στις φυσικές αιτίες πρόκλησης του πονοκέφαλου και της οσφυαλγίας. Μπορεί επίσης να υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι που ο εγκέφαλος ερμηνεύει τα σήματα του πόνου, έτσι ώστε ο πόνος ίδιας έντασης να γίνει αισθητός διαφορετικά από διαφορετικούς ανθρώπους. Η συσχέτιση μεταξύ των δύο τύπων πόνου θα μπορούσε να οδηγήσει μελλοντικά σε μια κοινή θεραπεία.