Mια ολλανδική επιστημονική έρευνα δείχνει ότι οι καρκινικοί όγκοι που δεν φαίνονται στην μαστογραφία – σε περιπτώσεις πολύ πυκνών μαστών – μπορούν να ανιχνευθούν με Μαγνητική Μαστογραφία (ΜΜ).

Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη ελεγχόμενη και τυχαιοποιημένη κλινική δοκιμή, που επιβεβαιώνει την αξία της συμπληρωματικής μαγνητικής μαστογραφίας για την ανίχνευση καρκίνων σε γυναίκες με μεγάλη πυκνότητα μαστών. Οι γυναίκες με πολύ πυκνούς μαστούς έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού, σε σχέση με όσες έχουν περισσότερο λιπώδη ιστό στο στήθος.

Πολλές γυναίκες που κάνουν μαστογραφία, παίρνουν φυσιολογικά αποτελέσματα, αλλά σε όσες έχουν πολύ πυκνούς μαστούς, μπορεί ο καρκίνος να μην έχει ανιχνευθεί. Η νέα έρευνα επιβεβαιώνει ότι αν μεσολαβήσει συμπληρωματικά μια μαγνητική τομογραφία, είναι πιθανότερο να ανιχνευθεί ο όγκος από ό,τι μόνο με τη μαστογραφία.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη καθηγήτρια επιδημιολογίας Κάρλα βαν Γκιλς της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό New England Journal of Medicine, μελέτησαν 40.373 γυναίκες ηλικίας 50 έως 75 ετών στο πλαίσιο της έρευνας DENSE (Dense Tissue and Early Breast Screening). Όλες οι γυναίκες είχαν υπερβολικά πυκνό ιστό μαστών και καμία ένδειξη καρκίνου στις μαστογραφίες τους. Από αυτές, περίπου 4.783 έκαναν μαγνητική τομογραφία. Χάρη στην πρόσθετη μαγνητική, κατά μέσο όρο 16,5 πρόσθετοι καρκίνοι διαγνώσθηκαν για κάθε 1.000 γυναίκες που έκαναν και αυτή την εξέταση.

Σύμφωνα με την Ελληνική Εταιρεία Μαστολογίας, ο μαστός αποτέλεσε ένα από τα πρώτα πεδία εφαρμογής της μαγνητικής τομογραφίας. Ωστόσο, ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80 που η εισαγωγή στην κλινική πράξη των παραμαγνητικών σκιαγραφικών ουσιών αύξησε δραματικά την ευαισθησία της μεθόδου αναφορικά με την κύρια κλινική της ένδειξη, τη διάγνωση του καρκίνου του μαστού.

Σήμερα, η μαγνητική μαστογραφία είναι μέθοδος ευρέως αποδεκτή στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες. Στην Ελλάδα, δεν έχει ενσωματωθεί στην καθημερινή κλινική πράξη και εφαρμόζεται σε ελάχιστα κέντρα. Οι λόγοι είναι κυρίως δύο: ανεπαρκής ενημέρωση των κλινικών ιατρών, που ασχολούνται με τα προβλήματα του μαστού, σχετικά με τις ενδείξεις και τους περιορισμούς της μεθόδου και οι τεχνικές ιδιαιτερότητες αυτής.