Πώς θα σας φαινόταν μια εξέταση αίματος που θα μπορούσε να εντοπίσει εάν γερνάτε πολύ γρήγορα; Ωραία ιδέα για ταινία επιστημονικής φαντασίας; Και όμως, η ιδέα είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα από όσο νομίζετε.
Μια επιστημονική ομάδα ανέλυσαν πλάσμα -το απαλλαγμένο από κύτταρα, υγρό μέρος του αίματος- περισσοτέρων από 4.200 ανθρώπων ηλικίας 18 έως 95 ετών και βρήκαν μια σύνδεση μεταξύ 373 πρωτεϊνών και της γήρανσης, αλλά και τις ηλικίες που συμβαίνουν οι μεγαλύτερες αλλαγές γήρανσης.
«Γνωρίζουμε εδώ και πολύ καιρό ότι η μέτρηση ορισμένων πρωτεϊνών στο αίμα μπορεί να μας δώσει πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση υγείας ενός ατόμου – οι λιποπρωτεΐνες για την καρδιαγγειακή υγεία, για παράδειγμα», δήλωσε ο ανώτερος συγγραφέας της μελέτης Δρ Tony Wyss-Coray, διευθυντής του Κέντρου Ερευνών για την Ασθένεια του Αλτσχάιμερ στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ στην Καλιφόρνια.
«Αλλά δεν έχει αξιοποιηθεί αρκετά ότι τα επίπεδα τόσο πολλών διαφορετικών πρωτεϊνών -περίπου το ένα τρίτο όλων αυτών που εξετάσαμε- αλλάζουν σημαντικά με την πρόοδο της γήρανσης», πρόσθεσε στο κείμενο που συνόδευε τη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Medicine.
«Οι πρωτεΐνες κάνουν τη βαριά δουλειά στα κύτταρα του σώματος και όταν τα επίπεδά τους υποστούν ουσιαστικές αλλαγές, αυτό σημαίνει ότι αλλάξατε και εσείς», εξήγησε ο Δρ Wyss-Coray: «Εξετάζοντας χιλιάδες από αυτές στο πλάσμα του αίματος δίνει μια εικόνα του τι συμβαίνει σε όλο το σώμα».
Τα ευρήματα δείχνουν ότι η φυσική γήρανση δεν συμβαίνει με σταθερό ρυθμό, αλλά είναι ανομοιογενής και έχει τρεις ξεχωριστές ηλικίες όπου συμβαίνουν μεγάλες αλλαγές – στα 34, 60 και 78 χρόνια. Σε αυτές τις ηλικίες, υπάρχουν σημαντικές αλλαγές στα επίπεδα συγκεκριμένων πρωτεϊνών στο αίμα, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Κάποια στιγμή, μια εξέταση αίματος για αυτές τις πρωτεΐνες θα μπορεί να είναι σε θέση να εντοπίζει τους ανθρώπους που γερνούν ταχύτερα από το φυσιολογικό και διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για παθήσεις που σχετίζονται με τη γήρανση, όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ ή οι καρδιακές παθήσεις.
Ένα τέτοιο τεστ θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει στην ταυτοποίηση φαρμάκων ή άλλων παραγόντων που επιβραδύνουν ή επιταχύνουν τη γήρανση, όπως ανέφεραν οι συντάκτες της μελέτης. Ωστόσο, οποιαδήποτε κλινική χρήση ενός τέτοιου τεστ αίματος είναι τουλάχιστον πέντε με 10 χρόνια μακριά.