Μια ομάδα ιταλών επιστημόνων βρίσκονται στην διαδικασία ανάπτυξης ενός τεστ αίματος που θα μπορεί να αποκαλύψει αν κάποιος κοιμάται αρκετά. Πρόκειται για ένα τεστ που θα βοηθήσει, μεταξύ άλλων, τους γονείς να γνωρίζουν κατά πόσο το παιδιά τους πάσχουν από χρόνια στέρηση ύπνου. Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι ο ύπνος είναι ουσιώδης για την υγεία και τις σχολικές επιδόσεις των παιδιών, ενώ αργότερα στη ζωή η έλλειψη του σχετίζεται με διάφορα προβλήματα υγείας αφού προκαλεί κόπωση, χαμηλή ενεργητικότητα και έντονη υπνηλία στη διάρκεια της ημέρας. Μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο λοιμώξεων και του διαβήτη, να βλάψει την καρδιαγγειακή υγεία και να προκαλέσει ορμονικές διαταραχές.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρ Φάμπιο Λάουρα του Ινστιτούτου Επιστημών της Διατροφής του Εθνικού Συμβουλίου Ερευνών της Ιταλίας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό πειραματικής φυσιολογίας «Experimental Physiology», βασίζουν το τεστ τους στην ανακάλυψη ότι μικροσκοπικά τμήματα του RNA (του «ξαδέρφου» μορίου του DNA, το οποίο μεταφράζει το γενετικό κώδικα σε πρωτεΐνες) μεταβάλλονται στο αίμα των ανθρώπων που δεν κοιμούνται αρκετά.

«Η μελέτη μας δείχνει για πρώτη φορά ότι τα επίπεδα συγκεκριμένων microRNA που κυκλοφορούν στο αίμα, είναι διαφορετικά σε όσους κοιμούνται λίγο, σε σχέση με όσους κοιμούνται φυσιολογικά. Αυτό θα επιτρέψει στους γιατρούς να προσδιορίζουν εύκολα κατά πόσο τα παιδιά κοιμούνται αρκετά, χρησιμοποιώντας ένα απλό τεστ αίματος, που θα παρέχει ενδείξεις και για άλλες όψεις της υγείας», δήλωσε ο δρ Λάουρα.

Οι ερευνητές μελέτησαν δείγματα αίματος από 111 υγιή παιδιά και εφήβους από οκτώ ευρωπαϊκές χώρες (μεταξύ των οποίων η Κύπρος), που χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, του επαρκούς και τους ανεπαρκούς ύπνου. Ως ανεπαρκής για τα παιδιά θεωρήθηκε ο ύπνος κάτω των εννέα ωρών και για τους εφήβους κάτω των οκτώ ωρών.

Διαπιστώθηκε ότι -άσχετα με τη χώρα προέλευσης- είναι δυνατό, αναλύοντας τα microRNA στο αίμα, να διακρίνει κανείς με αρκετή αξιοπιστία αν κάποιος κοιμάται αρκετά ή όχι. Θα χρειαστεί πάντως κάποιο χρονικό διάστημα, εωσότου υπάρξει διαθέσιμο ένα κανονικό κλινικό τεστ.