Η υψηλή αρτηριακή πίεση τείνει να εμφανίζεται σε πιο μικρή ηλικία στις γυναίκες από ό,τι στους άνδρες και στη συνέχεια να αυξάνεται με ταχύτερο ρυθμό. Όπως δείχνει μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα του Ινστιτούτου Smidt Heart του Ιατρικού κέντρου Cedars-Sinai του Λος Άντζελες, η αιτία, είναι ότι τα αιμοφόρα αγγεία και οι αρτηρίες των γυναικών γερνάνε πιο γρήγορα από ό,τι των ανδρών. Η καινούργια αυτή ανακάλυψη βοηθά τους επιστήμονες να εξηγήσουν γιατί οι γυναίκες συχνά αναπτύσσουν διαφορετικού τύπου καρδιαγγειακά προβλήματα και σε διαφορετική ηλικία σε σχέση με τους άνδρες.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρ Σούζαν Τσενγκ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό καρδιολογικό περιοδικό «JAMA Cardiology», ανέλυσαν σχεδόν 145.000 μετρήσεις αρτηριακής πίεσης από 32.833 ανθρώπους και των δύο φύλων ηλικίας πέντε έως 98 ετών, οι οποίες είχαν ληφθεί στη διάρκεια 43 ετών.
«Η έρευνα μας όχι μόνο επιβεβαιώνει ότι οι γυναίκες έχουν διαφορετική βιολογία και φυσιολογία σε σχέση με τους άνδρες, αλλά επίσης εξηγεί γιατί οι γυναίκες μπορεί να είναι πιο επιρρεπείς στην ανάπτυξη ορισμένων τύπων καρδιαγγειακής νόσου και σε διαφορετικές περιόδους της ζωής τους», ανέφερε η Τσενγκ.
Δηλαδή, η εξέλιξη της λειτουργίας των αγγείων στις γυναίκες είναι διαφορετική από ό,τι στους άνδρες. Γι’ αυτό, οι γυναίκες τείνουν να εκδηλώνουν υπέρταση νωρίτερα στη ζωή τους. Μια 30χρονη γυναίκα με υψηλή αρτηριακή πίεση έχει πιθανότατα μεγαλύτερο καρδιαγγειακό κίνδυνο από ό,τι ένας συνομήλικος άνδρας επίσης με υψηλή πίεση.
Η υπέρταση είναι η πιο συνηθισμένη χρόνια πάθηση που αντιμετωπίζεται από γιατρούς πρωτοβάθμιας περίθαλψης και άλλους επαγγελματίες υγείας. Οι περισσότεροι ασθενείς με υπέρταση εμφανίζουν και άλλους παράγοντες κινδύνου, όπως δυσλιπιδαιμία, σακχαρώδη διαβήτη, οικογενειακό ιστορικό πρώιμων καρδιαγγειακών επεισοδίων, παχυσαρκία και κάπνισμα. Η υπέρταση αυξάνει τον κίνδυνο για έμφραγμα, καρδιακή ανεπάρκεια, εγκεφαλικό και άλλα προβλήματα. Οι περισσότερες κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν την διάγνωση της υπέρτασης όταν η συστολική πίεση (μεγάλη) του ασθενούς είναι μεγαλύτερη ή ίση με 140 mm Hg ή η διαστολική (μικρή) είναι μεγαλύτερη ή ίση με 90 mmHg, ή και τα δύο σε επαναλαμβανόμενες μετρήσεις. Η συστολική είναι πολύ σημαντική και αποτελεί τη βάση για τη διάγνωση στην πλειονότητα των ασθενών.