Σύστημα τεχνητής νοημοσύνης σχεδίασε ένα νέο φάρμακο για την ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (OCD), το οποίο πρόκειται για πρώτη φορά στην ιστορία να δοκιμαστεί κλινικά σε ανθρώπους. Το φάρμακο σηματοδοτεί ένα ορόσημο για την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης στην ιατρική και στη φαρμακευτική. Οι αλγόριθμοι μηχανικής μάθησης, σε συνδυασμό με τον μεγάλο όγκο δεδομένων που αξιοποιούν έχουν χρησιμοποιηθεί από τις φαρμακοβιομηχανίες αλλά έως σήμερα είχε αποδειχθεί δύσκολη η εφεύρεση ενός νέου φαρμάκου αποκλειστικά από την τεχνητή νοημοσύνη.
Το φάρμακο αναπτύχθηκε από την βρετανική εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης Exscientia, η οποία εδρεύει στην Οξφόρδη, σε συνεργασία με την ιαπωνική φαρμακοβιομηχανία Sumitomo Dainippon Pharma, σύμφωνα με το BBC. Ο μέσος χρόνος ανάπτυξης ενός καινούργιου φαρμάκου είναι περίπου πέντε χρόνια όμως στην συγκεκριμένη περίπτωση, χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη, η όλη διαδικασία διήρκησε μόνο έναν χρόνο.
Αλλά και το κόστος μειώθηκε θεαματικά αφού η ανάπτυξη ενός νέου φαρμάκου με την παραδοσιακή μέθοδο κοστίζει περίπου 2,6 δισεκατομμύρια δολάρια σε μια φαρμακευτική εταιρεία, ενώ με τη νέα έξυπνη τεχνολογία το κόστος μειώνεται στο 1/3, κάτι που πιθανόν να έχει θετική επίπτωση και στις τιμές των μελλοντικών φαρμάκων στην αγορά.
Το νέο μόριο DSP-1181 στοχεύει σε ένα ειδικό κυτταρικό υποδοχέα στον εγκέφαλο, που εμπλέκεται στην ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή. Οι αλγόριθμοι της «έξυπνης» πλατφόρμας της εταιρείας συνέθεσαν σε υπολογιστή δεκάδες εκατομμύρια πιθανά μόρια με δυνητική θεραπευτική δράση και αποφάσισαν τελικά ποιο είναι το καλύτερο υποψήφιο για κλινική δοκιμή.
Η αρχική δοκιμή θα γίνει στην Ιαπωνία και αν αποδειχθεί επιτυχής, θα ακολουθήσουν οι επόμενες φάσεις της κλινικής δοκιμής και σε άλλες χώρες. Η βρετανική εταιρεία, που ευελπιστεί ότι θα έχει έτοιμο για κλινική δοκιμή ένα δεύτερο φάρμακο τεχνητής νοημοσύνης έως το τέλος του 2020, ήδη συνεργάζεται με φαρμακευτικούς κολοσσούς όπως οι εταιρείες Bayer και Sanofi, προκειμένου να σχεδιάσει για λογαριασμό τους νέα πιθανά φάρμακα για διάφορες παθήσεις (καρδιαγγειακή νόσο, καρκίνο κ.α.), ενώ έχει δεχτεί ενίσχυση 43 εκατομμυρίων δολαρίων από τη φαρμακοβιομηχανία Bristol-Myers Squibb.