Η προεκλαμψία είναι μια διαταραχή που μπορεί να εμφανιστεί κατά την περίοδο της εγκυμοσύνης, σε ποσοστό 3%-5% επί των κυήσεων. Μάλιστα, αν δεν αντιμετωπιστεί, μπορεί να έχει σοβαρότατες επιπτώσεις τόσο στην ίδια την έγκυο όσο και στο έμβρυο. Έχει ως βασικά χαρακτηριστικά την αυξημένη αρτηριακή πίεση (≥140/90 mm Hg) και την πρωτεϊνουρία. Εμφανίζεται συνήθως μετά την 20ή εβδομάδα της κύησης και μέχρι 6 εβδομάδες μετά τον τοκετό.
Μια ουσία που βρίσκεται συχνότερα στα μανιτάρια ενδεχομένως να σχετίζεται με τη μείωση του κινδύνου εμφάνισης προεκλαμψίας υποστηρίζουν επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο του Liverpool και το Πανεπιστημιακό Κολέγιο Cork. Σε μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στο Hypertension, διαπίστωσαν ότι η φυσική ουσία L-εργοθειονίνη που προέρχεται ως επί το πλείστον από τη διατροφή, μπορεί να δράσει ανακουφιστικά στα πρόδρομα συμπτώματα της σοβαρής αυτής κατάστασης.
«Αυτή η πρώιμη εργασία που υποδεικνύει έναν θεραπευτικό ρόλο για την εργοθειονίνη αξίζει περαιτέρω έρευνα, καθώς πρόκειται για ουσία που βρίσκεται σε διάφορα τρόφιμα, αλλά η βασική πηγή της στην ανθρώπινη διατροφή είναι τα μανιτάρια», αναφέρει ο καθηγητής Louise Kenny.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν ένα ζωικό μοντέλο (ποντίκια) που έφερε την ασθένεια για να παρατηρήσουν αν αυτό το φυσικό αντιοξειδωτικό θα μπορούσε να βελτιώσει κάποια από τα βιολογικά στοιχεία της προεκλαμψίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η θεραπεία των ποντικιών με προκλαμψία με το φυσικό αντιοξειδωτικό L-εργοθειονίνη μείωσε την αρτηριακή πίεση, απέτρεψε τον περιορισμό στην ανάπτυξη του εμβρύου και εξασθένησε την παραγωγή των επιβλαβών ουσιών που απελευθερώνονται από τον πλακούντα κατά τη διάρκεια της προεκλαμψίας. Επιπλέον η θεραπεία με εργοθειονίνη ελαχιστοποίησε το οξειδωτικό στρες που προερχόταν από τα μιτοχόνδρια.
Η έρευνα αυτή δημιουργεί νέους δρόμους στην αναζήτηση μιας θεραπείας για την προεκλαμψία. Η εργοθειονίνη φαίνεται να είναι ένα ασφαλές, φυσικό αντιοξειδωτικό που προέρχεται από τη διατροφή και του οποίου οι θεραπευτικές προοπτικές αποδεικνύονται πολλά υποσχόμενες. Βέβαια τα αποτελέσματα αυτά θα πρέπει να επιβεβαιωθούν με κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους.