Μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα ρίχνει φως στην οδοντική φθορίωση, μια μη αναστρέψιμη αναπτυξιακή διαταραχή της παιδικής ηλικίας. Το φθόριο σε χαμηλές ποσότητες προστατεύει τα δόντια από τις διαβρώσεις, καθιστώντας το σμάλτο πιο ανθεκτικό στα οξέα. Στην ουσία είναι το πιο αποτελεσματικό μέσο που διαθέτουμε σήμερα για να προλάβουμε την τερηδόνα, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα των δοντιών. Γι’ αυτό σε όλο τον κόσμο προστίθεται στο πόσιμο νερό, ενώ περιέχεται και σε πολλές οδοντόπαστες.
Η αρνητική πλευρά του φθορίου είναι πως σε μεγάλες ποσότητες μπορεί να προκαλέσει οδοντική φθορίωση. Η φθορίωση συμβαίνει όταν τα παιδιά από τη γέννηση τους έως την ηλικία των εννέα ετών εκτίθενται σε υψηλά επίπεδα φθορίου, που έχει ως αποτέλεσμα τον αποχρωματισμό των δοντιών και την πρόκληση διάστικτων λευκών σημαδιών πάνω τους, κάτι που τελικά αυξάνει τον κίνδυνο βλαβών στα δόντια τους λόγω της εξασθένησης του σμάλτου.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Ροντρίγκο Λακρούζ του Κολλεγίου Οδοντιατρικής του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Science Signaling», αποκάλυψαν ένα άγνωστο έως τώρα βιολογικό μηχανισμό, που εξηγεί γιατί το πολύ φθόριο κάνει κακό στα δόντια.
Το φθόριο μεταβάλλει τα μονοπάτια του ασβεστίου μέσα στα κύτταρα που σχηματίζουν το σμάλτο, καθώς επίσης τη λειτουργία των μιτοχονδρίων και την έκφραση των γονιδίων σε αυτά τα κύτταρα.
Στις ΗΠΑ σχεδόν το 30% του πληθυσμού έξι έως 49 ετών εμφανίζουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό σημάδια οδοντικής φθορίωσης. Η διαταραχή είναι συχνή στις αναπτυσσόμενες χώρες, π.χ. στην Ινδία επηρεάζει περίπου 60 εκατομμύρια άτομα. Το πρόβλημα είναι αισθητό σε οποιαδήποτε περιοχή του κόσμου υπάρχει εκ φύσεως πολύ φθόριο στα υπόγεια νερά.
«Τα οφέλη του φθορίου για τη στοματική υγεία ξεπερνούν σημαντικά τους κινδύνους. Όμως, δεδομένου του πόσο συχνή είναι η φθορίωση και πόσο λίγο έχουν κατανοηθεί οι κυτταρικοί μηχανισμοί που ευθύνονται γι’ αυτήν, είναι σημαντικό να μελετήσουμε περαιτέρω το πρόβλημα», δήλωσε ο δρ Λακρούζ.