Όσοι λαμβάνουν φαρμακευτική αγωγή με αντικαταθλιπτικά για μεγάλο χρονικό διάστημα πρέπει κάποια στιγμή να εξετάσουν το ενδεχόμενο διακοπής των φαρμάκων. Σε αυτή τη φάση όμως είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν δυσκολία ή ακόμα και κάποια συμπτώματα στέρησης λόγω της σωματικής εξάρτησης από αυτά.
Σύμφωνα με σχετική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Journal of the American Osteopathic Association, ο καλύτερος τρόπος είναι να ακολουθήσει κάποιος ένα πρόγραμμα σταδιακής μείωσης, παράλληλα με τη συμβουλευτική από ειδικό, καθώς η άμεση και ξαφνική διακοπή λήψης της εκάστοτε φαρμακευτικής αγωγής δεν συνίσταται σχεδόν ποτέ.
Η Mireille Rizkalla, επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, ανέφερε πως «πολλοί νιώθουν ασφαλείς όταν αντιμετωπίζουν την κατάθλιψη ή το άγχος τους μέσω φαρμακευτικής αγωγής. Πρόκειται, όμως, για φάρμακα που πραγματοποιούν αλλαγές στο μυαλό και δεν δίνονται ως μόνιμη λύση. Από τη στιγμή που η κατάθλιψη ή το άγχος του ασθενούς έχει θεραπευτεί, ο γιατρός θα πρέπει να τον καθοδηγήσει προς τη διακοπή της φαρμακευτικής αγωγής, παράλληλα με την παροχή μη φαρμακευτικών θεραπειών για τη διατήρηση της ψυχικής του υγείας»
Οι ασθενείς που σταματούν να παίρνουν τα φάρμακά τους συχνά βιώνουν το Σύνδρομο Διακοπής Αντικαταθλιπτικών (ADS), το οποίο περιλαμβάνει συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γρίπης, όπως η αϋπνία, η ναυτία, η έλλειψη ισορροπίας, οι αισθητικές οχλήσεις που συχνά περιγράφονται ως «ηλεκτροσόκ» και η υπερδιέγερση.
Στην περίπτωση των παλαιότερων αντικαταθλιπτικών πρώτης γενιάς, υπάρχουν και πιο σοβαρά συμπτώματα (επιθετικότητα, κατατονία, γνωστική βλάβη και ψύχωση). Ακόμη, η διακοπή οποιουδήποτε αντικαταθλιπτικού ενέχει τον κίνδυνο υποτροπής της κατάθλιψης και του άγχους.
Μια πρόσφατη αναφορά του αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (Centers for Disease Control – CDC) αναφέρει ότι το 1/4 εκείνων που λαμβάνουν αντικαταθλιπτικά τα χρησιμοποιούν για τουλάχιστον μία δεκαετία ή και περισσότερο. Η Mireille Rizkalla τονίζει ότι τα δεδομένα αυτά κάνουν ασθενείς και γιατρούς να βασίζονται υπερβολικά στη φαρμακευτική αγωγή χωρίς να σκέφτονται τις μακροπρόθεσμες συνέπειες.
Παρόλο που θεωρούνται σχετικά ασφαλή, τα αντικαταθλιπτικά συνοδεύονται από παρενέργειες όπως η αύξηση του βάρους, η σεξουαλική δυσλειτουργία και η συναισθηματική αδράνεια, και τονίζει πως τα στοιχεία για τους παράγοντες κινδύνου των αντικαταθλιπτικών βασίζονται στην βραχυπρόθεσμη χρήση. Δεν υπάρχουν επαρκείς μακροχρόνιες μελέτες για τις νευρολογικές επιπτώσεις της επί δεκαετίες λήψης αντικαταθλιπτικών.