Ένα νέο φάρμακο (Gefaxipant), που δοκιμάστηκε στο πλαίσιο δύο κλινικών δοκιμών, διαπιστώθηκε ότι μπορεί να μετριάσει τον χρόνιο βήχα και να μειώσει τη συχνότητά του, ακόμη και σε ανθρώπους που ταλαιπωρούνται από αυτόν για περισσότερα από 15 χρόνια.

Εκτιμάται ότι το 4% έως 10% των ενηλίκων παγκοσμίως έχουν ανεξήγητο χρόνιο βήχα, που διαρκεί πάνω από δύο μήνες. Μερικοί άνθρωποι βήχουν χιλιάδες φορές μέσα στην ημέρα για χρόνια, κάτι που τους εξαντλεί, προκαλώντας επίσης και άλλα προβλήματα (κοιλιακοί πόνοι, ακράτεια ούρων στις γυναίκες, άγχος, κατάθλιψη, αϋπνία κ.ά.). Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος.

Το νέο φάρμακο φαίνεται να είναι το πρώτο που πετυχαίνει κάτι τέτοιο, μπλοκάροντας έναν κυτταρικό υποδοχέα (Ρ2Χ3) του νευρικού συστήματος, ο οποίος εμπλέκεται στην πρόκληση του βήχα.

Οι δύο τυχαιοποιημένες, ελεγχόμενες με ψευδοφάρμακο (πλασίμπο) και διπλά «τυφλές» κλινικές δοκιμές φάσης 2 (ούτε οι ασθενείς ούτε οι γιατροί γνώριζαν ποιος είχε πάρει το φάρμακο και ποιος όχι) έδειξαν ότι σε χαμηλές δόσεις το Gefaxipant μπορεί να μετριάσει τον χρόνιο βήχα, με ελάχιστες παρενέργειες.

Η μία μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο πνευμονολογικό περιοδικό «The Lancet Respiratory Medicine», διήρκεσε 12 εβδομάδες και έγινε σε 253 ασθενείς από τη Βρετανία και τις ΗΠΑ με μέση ηλικία 60 ετών και με πολυετή βήχα (25 έως 30 φορές την ώρα επί 15 χρόνια κατά μέσο όρο). Το 80% των ασθενών ανταποκρίθηκαν καλά σε δόση 50 μιλιγκράμ του φαρμάκου (μείωση 67% του βήχα), ενώ οι μικρότερες δόσεις των 7,5 mg και 20 mg επέφεραν μείωση του βήχα κατά 52%.

Σημαντική μείωση του βήχα υπήρξε και στην ομάδα των ασθενών που πήραν το εικονικό φάρμακο (πλασίμπο). Κάτι που έχει διαπιστωθεί και σε άλλες κλινικές μελέτες φαρμάκων για τον βήχα και δείχνει πόσο σημαντική είναι για έναν άνθρωπο η προοπτική και η προσδοκία μίας θεραπείας και πόσο αυτό έχει επίπτωση στον νου και τελικά στο σώμα του. Η δεύτερη μικρότερη μελέτη, έδειξε την αποτελεσματικότητα του νέου φαρμάκου σε δόσεις των 30 mg.

Ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη δύο μεγαλύτερες διεθνείς κλινικές δοκιμές για να επιβεβαιώσουν την ασφάλεια και αποτελεσματικότητας της νέας θεραπείας, ώστε να πάρει έγκριση κυκλοφορίας.