Ο αριθμός των γυναικών που έχουν Αλτσχάιμερ είναι διπλάσιος σε σχέση με τους άνδρες. Η γενική πεποίθηση είναι ότι αυτό συμβαίνει επειδή οι γυναίκες ζουν περισσότερο όμως οι επιστήμονες δεν σταματούν να αναζητούν και άλλες αιτίες. Μια νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη του Ιατρικού Κέντρου Weill Cornell του Πανεπιστημίου Κορνέλ της Νέας Υόρκης, το αποδίδει κυρίως στις ορμονικές αλλαγές των γυναικών κατά τη διάρκεια και μετά την εμμηνόπαυση.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Λάιζα Μοσκόνι, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό «Neurology» της Αμερικανικής Ακαδημίας Νευρολογίας, ανέλυσαν στοιχεία για γυναίκες και άνδρες, ηλικίας 40 έως 65 ετών.
Γυναίκες και άνδρες που συμμετείχαν στην έρευνα υποβλήθηκαν σε μια σειρά από τεστ, σε ιατρικές εξετάσεις, και σε απεικονιστικές εξετάσεις. Συγκεκριμένα, σε μαγνητική τομογραφία και σε τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) για να διαπιστωθεί κατά πόσο στον εγκέφαλό τους είχαν αρχίσει να σχηματίζονται πλάκες βήτα αμυλοειδούς, της τοξικής πρωτεΐνης που ταυτίζεται με την συγκεκριμένη νόσο.
Η μελέτη συνέκρινε τους άνδρες και τις γυναίκες με βάση τέσσερις βιοδείκτες-κλειδιά για την υγεία του εγκεφάλου: Τους όγκους της φαιάς και της λευκής ουσίας, την ύπαρξη πλακών βήτα αμυλοειδούς και τον ρυθμό που ο εγκέφαλος μεταβολίζει τη γλυκόζη, μία βασική ένδειξη εγκεφαλικής δραστηριότητας.
Διαπιστώθηκε ότι οι γυναίκες είχαν χειρότερες επιδόσεις και στους τέσσερις αυτούς δείκτες. Κατά μέσο όρο, είχαν 30% περισσότερες πλάκες αμυλοειδούς στον εγκέφαλό τους από ό,τι οι άνδρες, 22% μικρότερο ρυθμό μεταβολισμού γλυκόζης, καθώς επίσης 11% μικρότερο όγκο τόσο της φαιάς όσο και της λευκής εγκεφαλικής ουσίας.
Σύμφωνα με την Λάιζα Μοσκόνι «ορμονικοί παράγοντες μπορεί να εξηγούν τις αλλαγές στον εγκέφαλο. Οι μεσήλικες γυναίκες πιθανώς κινδυνεύουν περισσότερο από αυτήν τη νόσο λόγω των χαμηλότερων επιπέδων των ορμονών οιστρογόνων κατά τη διάρκεια και μετά την εμμηνόπαυση», πρόσθεσε.
Οπωσδήποτε όμως, σύμφωνα με τους ερευνητές, θα πρέπει να γίνουν μελέτες με περισσότερους συμμετέχοντες και σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου για να επιβεβαιωθεί η παραπάνω εκτίμηση περί του ρόλου των ορμονών.