Παρά το γεγονός ότι είχε τονιστεί από όλους ότι τα σχολεία, τουλάχιστον τα Δημοτικά, θα έπρεπε να παραμείνουν ανοιχτά κατά τη διάρκεια του lockdown, κάτι τέτοιο δεν κατέστη τελικά δυνατό. Ο λόγος δεν ήταν η μεγάλη διασπορά του ιού στα σχολεία ή το ότι τα παιδιά μεταδίδουν ευκολότερα τον ιό, αλλά η κινητικότητα των πολιτών (γονέων και δασκάλων) που απαιτεί η λειτουργία των σχολείων και η οποία έπρεπε να περιορισθεί.

Αναλυτικά, η καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Βάνα Παπαευαγγέλου, ανέφερε στη χθεσινή ενημέρωση του ΕΟΔΥ:

«Τα σχολεία και ιδιαίτερα τα Δημοτικά, παρέμειναν ανοιχτά μέχρι σήμερα γιατί είναι καλά τεκμηριωμένο ότι τα μικρά παιδιά, ιδιαίτερα αυτά που είναι μικρότερα των 10 ετών, μεταδίδουν στο περιβάλλον πολύ λιγότερο από ότι οι έφηβοι και οι ενήλικες.

Η ενδοοικογενειακή μετάδοση είναι χαμηλή, ιδιαίτερα όταν το πρώτο κρούσμα μέσα στο σπίτι είναι παιδί κάτω των 9 ετών. Και αυτό είναι γνωστό, τόσο από τη διεθνή βιβλιογραφία όσο και από μελέτες που έγιναν στη χώρα μας. Μια μεγάλη μελέτη που δημοσιεύτηκε το Σεπτέμβριο στο JAMA και συνέθεσε τα βιβλιογραφικά δεδομένα από πολλές μελέτες, περιέλαβε δεδομένα από περισσότερα από 300.000 άτομα και έδειξε ότι τα παιδιά κάτω των 14 ετών μεταδίδουν πολύ λιγότερο στις στενές επαφές τους, σε σχέση με τους μεγαλύτερους εφήβους και τους ενήλικες.

Τα ίδια έδειξε και μια άλλη μελέτη από την Αυστραλία, όπου εκεί έγινε μια πολύ σχολαστική ιχνηλάτηση μέσα σε σχολικές μονάδες και φάνηκε ότι η πιθανότητα να μεταδώσει ένα παιδί σε ένα συμμαθητή του ή σε έναν ενήλικα του σχολικού περιβάλλοντος, είναι εξαιρετικά χαμηλή, 1 στις 4.000. Δεν είναι γνωστό για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό, όμως πιθανά σχετίζεται με το γεγονός ότι τα παιδιά περνάνε τη λοίμωξη ασυμπτωματικά.

Και μάλιστα, μια πολύ πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε την προηγούμενη εβδομάδα στο Science και κύριος ερευνητής είναι ο κ. Κασσιώτης, Έλληνας Καθηγητής στο Λονδίνο, έδειξε ότι κάποιοι άνθρωποι με προηγούμενη λοίμωξη από άλλους παρόμοιους κορονοϊούς, έχουν αντισώματα έναντι μιας περιοχής αυτής της πρωτεΐνης spike, που προσφέρει προστασία έναντι και του ιού SARS-CoV-2, μέσω μιας διασταυρούμενης αντίδρασης.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι η μελέτη αυτή έδειξε ότι τα παιδιά είχαν σε σημαντικά μεγαλύτερο ποσοστό τέτοια αντισώματα σε σχέση με τους ενήλικες. Και μάλιστα, οι ερευνητές αυτοί προχώρησαν παραπέρα και έδειξαν με πειραματικές μελέτες ότι αυτά τα αντισώματα εμποδίζουν την είσοδο του ιού στα κύτταρα.

Με απλά λόγια, αυτή η μελέτη μπορεί να μας προσφέρει άλλη μια εξήγηση γιατί τα παιδιά νοσούν ηπιότερα ή εμφανίζονται πιο ανθεκτικά στην λοίμωξη με το νέο κορονοϊό.

Στοιχεία από την Ελλάδα μέχρι σήμερα ότι ακόμα και όταν έχουμε δύο κρούσματα στο ίδιο σχολείο, δεν φαίνεται αυτά τα δυο κρούσματα να συσχετίζονται μεταξύ τους. Δεν φαίνεται, δηλαδή, το ένα παιδί να κόλλησε το άλλο μέσα στο σχολείο, αλλά φαίνεται ότι τα κρούσματα αυτά αντικατοπτρίζουν το αυξημένο επιδημιολογικό φορτίο της περιοχής.

Και βέβαια, σημασία έχει να δει κανείς και τα νούμερα που μας δίνει ο ΕΟΔΥ κάθε μέρα. Ναι μεν έχουμε τις τελευταίες εβδομάδες αύξηση στα κρούσματα στα παιδιά κάτω των 17 ετών, αλλά αυτό είναι λογικό αφού γενικά, όπως ήδη είπαμε, στη χώρα μας έχουμε ένα επιβαρυμένο επιδημιολογικό φορτίο. Αν κοιτάξει, όμως, κανείς το ποσοστό των κρουσμάτων στα παιδιά κάτω των 17 ετών, βλέπουμε ότι αυτό έχει παραμείνει σταθερό. Θυμίζω ότι στις 15 Οκτωβρίου ήταν 7,2 και μόλις χθες στις 15 Νοεμβρίου, 7,5. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι δεν έχει αλλάξει καθόλου, γεγονός που δείχνει ότι τα μικρά παιδιά δεν είναι υπερμεταδότες.

Όμως, στη χώρα μας τα επιδημιολογικά δεδομένα άλλαξαν πολύ και με ένα τόσο βαρύ επιδημιολογικό φορτίο το κλείσιμο των σχολείων ήταν μονόδρομος. Και αυτό γιατί το κύριο πρόβλημα που δημιουργούν τα ανοιχτά σχολεία, είναι η κινητικότητα του πληθυσμού που συνδέεται με την λειτουργία των σχολείων. Αυτή δεν περιλαμβάνει μόνο την μεταφορά των μαθητών από και προς το σχολείο, αλλά περιλαμβάνει και την μετακίνηση των εκπαιδευτικών με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τις υπηρεσίες που υποστηρίζουν τη λειτουργία του σχολείου, την τροφοδοσία, την καθαριότητα και βέβαια, την κινητικότητα των γονέων που εργάζονται και δεν παραμένουν στο σπίτι.

Έτσι, ενώ είναι σαφές από τη βιβλιογραφία ότι το σχολικό περιβάλλον δεν αποτελεί επιβαρυντικό παράγοντα για την πανδημία και σύμφωνα με τα στοιχεία και από την χώρα μας, επειδή είχαμε ακριβώς το ίδια συμπέρασμα, τα Δημοτικά αποφασίστηκε να κλείσουν με στόχο την ουσιαστικά μείωση της κινητικότητας του πληθυσμού και την μείωση του επιδημιολογικού φορτίου. Γιατί η αλήθεια είναι ότι όσο τα σχολεία είναι κλειστά, υπάρχει εκ των πραγμάτων πολύ μεγάλη μείωση της ευρύτερης κινητικότητας του πληθυσμού».