Εκατοντάδες εκατομμύρια –πιθανότατα δισεκατομμύρια- τεστ για κορωνοϊό  έχουν πραγματοποιηθεί τον τελευταίο χρόνο. Η συντριπτική τους πλειοψηφία χρησιμοποιεί ρινοφαρυγγικό στυλεό – τη μακριά μπατονέτα που τοποθετείται βαθιά στη μύτη για να ληφθεί το απαραίτητο ρινοφαρυγγικό επίχρισμα για την εξέταση.

Για κάποιους είναι μια δυσάρεστη εμπειρία, καθώς αναφέρουν έντονη ενόχληση ή και πόνο, ενώ για άλλους δεν είναι κάτι φοβερό. Για όσους όμως δεν έχουν κάνει τεστ, αποτελεί σίγουρα μια ανησυχία.

Αυτές οι κακές εμπειρίες μπορούν να προέλθουν από διάφορα ζητήματα, χάρη στον αριθμό των εμπλεκόμενων παραγόντων. Οι άνθρωποι ανέχονται τον πόνο διαφορετικά και έχουν διαφορετική ευαισθησία στα ερεθίσματα. Επίσης η ανθρώπινη ανατομία ποικίλλει ευρέως – οι ρινικές οδοί μας μπορεί να είναι φαρδύτεροι ή στενότεροι από το άτομο που στέκεται δίπλα μας ή μπορεί να έχουμε στραβό διάφραγμα. Ένας άλλος παράγοντας, είναι το πόσο… ελαφροχέρης είναι ο υγειονομικός που λαμβάνει το δείγμα – η εμπειρία και η τεχνική του παίζουν επίσης ρόλο.

Η αρχή του ίδιου του τεστ είναι ένα άλλο μέρος του προβλήματος: Στο σώμα μας δεν αρέσει να εισέρχονται ξένα αντικείμενα στη μύτη. Είναι ένα ανοιχτό μονοπάτι στον έξω κόσμο που πηγαίνει κατευθείαν στην τραχεία και τους πνεύμονές μας, ενώ η ρινική κοιλότητά μας είναι δίπλα στα μάτια και στον εγκέφαλό μας – είναι μια περιοχή υψηλής προτεραιότητας για άμυνα.

Για να κάνει το τεστ, ένας υγειονομικός εισάγει μια εύκαμπτη μπατονέτα 15 εκατοστών στο ρουθούνι μας. Την οδηγεί στο πίσω μέρος της μύτης, έως ότου φτάσει στον ρινοφάρυγγα – την περιοχή όπου οι ρινικές κοιλότητες συναντούν το λαιμό- και την στροβιλίζει απαλά. Μπορεί να την αφήσει εκεί για λίγα δευτερόλεπτα για να συλλέξει επίχρισμα – εάν δεν υπάρχει αρκετό, μπορεί να επαναλάβει τη διαδικασία στο άλλο ρουθούνι.

Η πρόκληση είναι ότι δεν υπάρχουν δύο ίδιες μύτες. Ο στόχος είναι να φτάσει στον ρινοφάρυγγα χωρίς να αγγίξει τίποτα στην πορεία, αλλά η… γεωγραφία των ρινικών διόδων διαφέρει από άτομο σε άτομο. Η βλεννογόνος μεμβράνη που καλύπτει το εσωτερικό της μύτης έχει πολλές νευρικές απολήξεις: Σε γενικές γραμμές, το σώμα είναι αρκετά ανεκτικό τα πρώτα εκατοστά, αλλά στη συνέχεια αντιδρά.

Ανάλογα με το πόσο έντονα ανταποκρίνεται το σώμα σας, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι δυσφορία, δάκρυα στα μάτια, πόνος και άλλες αντιδράσεις. Μερικοί άνθρωποι πνίγονται, βήχουν, φτερνίζονται, ενώ άνθρωποι πιο επιρρεπείς σε πονοκεφάλους, μπορεί να έχουν κεφαλαλγία στη συνέχεια.

Όσον αφορά τις θεωρίες που λένε ότι η μπατονέτα φτάνει μέχρι τον… εγκέφαλο, φυσικά δεν ισχύουν: «Υπάρχουν τρία στρώματα προστασίας στη μύτη. Υπάρχει η βλεννογόνος μεμβράνη, η οποία καλύπτει το εσωτερικό της μύτης, το οσφρητικό επιθήλιο (εμπλέκεται στην αίσθηση της όσφρησης) και η σκληρά μήνιγγα, μια σκληρή επένδυση δέρματος γύρω από τον εγκέφαλο. Είναι δύσκολο να διεισδύσεις μέσα από αυτήν χωρίς κάτι αιχμηρό και ο στυλεός είναι πολύ εύκαμπτος», εξήγησε ο Δρ Shawn Nasseri, ΩΡΛ στο Λος Άντζελες.