Λιγότερα από 1 στα 10 άτομα λένε ότι κοιμούνται «πολύ καλά» τη νύχτα – αυτό είναι μόνο ένα από τα ευρήματα για την ποιότητας του ύπνου μας κατά τη διάρκεια της πανδημίας του νέου κορωνοϊού, με βάση τα δεδομένα που συγκέντρωσαν ερευνητές του University College του Λονδίνου (UCL).
Σε μια έρευνα σε περισσότερα από 70.000 άτομα, μόνο το 7,7% ανέφερε τον ύπνο του αυτήν την περίοδο ως «πολύ καλό». Τον Μάρτιο του 2020 το αντίστοιχο ποσοστό έφτανε το 39,4%.
Πολλοί παράγοντες θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει σε αυτή τη μείωση της ποιότητας του ύπνου. Η επικεφαλής συγγραφέας Δρ Daisy Fancourt και οι συνάδελφοί της βρήκαν ότι άτομα με χαμηλότερα εισοδήματα, με ψυχικά ή σωματικά προβλήματα υγείας, με χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και από εθνοτικές μειονότητες ήταν πιο πιθανό να αναφέρουν «πολύ κακή» ποιότητα ύπνου.
«Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται σε ένα ευρύ φάσμα παραγόντων, όπως η διακοπή της καθημερινής ρουτίνας και οι αλλαγές στις συνθήκες διαβίωσης που έχει προκαλέσει τα lockdown και οι υπόλοιποι περιορισμοί για τη μείωση της εξάπλωσης της πανδημίας», δήλωσε η συν-συγγραφέας Δρ Elise Paul, ανώτερη ερευνήτρια Υγείας και Επιδημιολογίας του UCL σε δελτίο Τύπου.
«Το άγχος είναι επίσης πιθανόν να είναι ένας σημαντικός παράγοντας», πρόσθεσε, ειδικά για άτομα που ζουν με χαμηλά εισοδήματα ή σε άλλου είδους δύσκολες συνθήκες.
Μεγαλύτερη πιθανότατα να πουν ότι δεν είχαν προβλήματα ύπνου ήταν οι λευκοί άνδρες άνω των 60 ετών και εκείνοι που δεν είχαν παιδιά στο σπίτι, σύμφωνα με την έρευνα που δημοσιεύτηκε στο διαδίκτυο.
Το άγχος για την ανεργία και τα οικονομικά ήταν υψηλότερα μεταξύ εκείνων που είχαν παιδιά, σημείωσαν οι ερευνητές.
Το ποσοστό των ατόμων που ανέφεραν «πολύ κακό ύπνο» αυξομειώνεται με την πάροδο του χρόνου, πιθανώς ανάλογα και με την πορεία της πανδημίας – σχεδόν διπλασιάστηκε από το 5,4% του φθινοπώρου του 2020 σε 10,1% τον Ιανουάριο, για παράδειγμα. Αν και το ποσοστό μειώθηκε κάπως από τις αρχές του τρέχοντος έτους, παραμένει στο ίδιο περίπου επίπεδο με το προηγούμενο καλοκαίρι.