Οι ενήλικες στην Ε.Ε. καλούνται να συνεχίσουν να εμβολιάζονται με το AstraZeneca, καθώς ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ) έκρινε ότι παραμένει ασφαλές για χρήση, παρά το γεγονός ότι φαίνεται να συνδέεται με σπάνιες διαταραχές πήξης του αίματος που αναφέρθηκαν σε εξαιρετικά σπάνιες περιπτώσεις.

Η ανασκόπηση από την επιτροπή ασφάλειας του EMA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι ασυνήθιστοι θρόμβοι αίματος σε συνδυασμό με χαμηλά αιμοπετάλια πρέπει να αναφέρονται ως πολύ σπάνιες παρενέργειες» του εμβολίου. Ωστόσο, ο οργανισμός δήλωσε ότι τα οφέλη του εμβολίου στην παροχή προστασίας έναντι της Covid-19 υπερτερούν κατά πολύ του σχετικού κινδύνου.

Η Emer Cooke, διευθύντρια του EMA, δήλωσε ότι η επιτροπή ασφάλειας και φαρμακοεπαγρύπνησης του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (PRAC – ΕΜΑ) δεν μπόρεσε να συμπεράνει αν η ηλικία ή το φύλο αυξάνει τον κίνδυνο που σχετίζεται με το εμβόλιο AstraZeneca, αν και τα μέχρι στιγμής στοιχεία υποδηλώνουν ότι οι ανεπιθύμητες ενέργειες εμφανίζονται συχνότερα μεταξύ των νεαρών γυναικών.

Η επιτροπή εξέτασε 62 περιπτώσεις εγκεφαλικής θρόμβωσης και 24 περιπτώσεις θρόμβωσης πυλαίας φλέβας που αναφέρθηκαν στη βάση δεδομένων ασφάλειας της Ε.Ε. για τα φάρμακα – τα 18 ήταν θανατηφόρα. Τα περιστατικά εμφανίστηκαν στις χώρες της Ένωσης (ένα και στην Ελλάδα) και στη Μεγάλη Βρετανία, σε συνολικά περίπου 25 εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν λάβει το συγκεκριμένο εμβόλιο.

Στις ύποπτες περιπτώσεις, η θρόμβωση συνδυάζεται με θρομβοπενία, δηλαδή ασυνήθιστα χαμηλά επίπεδα αιμοπεταλίων.

Παρά τις εξαιρετικά μικρές πιθανότητες εμφάνισης τέτοιον περιστατικών, ο ΕΜΑ τόνισε ότι απαιτείται επαγρύπνηση από τους επαγγελματίες υγείας αλλά και όσους εμβολιάζονται, οι οποίοι θα πρέπει να έχουν τον νου τους για την εμφάνιση ύποπτων συμπτωμάτων, όπως επίμονο πονοκέφαλο, θολή όραση, κοιλιακό άλγος, πόνο στο στήθος, δυσκολία στην αναπνοή, πρήξιμο κάτω άκρων και συγκέντρωση αίματος κάτω από το δέρμα, για δύο εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό.

Η διευθύντρια του ΕΜΑ σημείωσε ότι ο οργανισμός θα συνεχίσει να παρακολουθεί το θέμα, ότι αποδεικνύεται η αποτελεσματικότητα του συστήματος φαρμακοεπαγρύπνησης και ότι σε ένα πρόγραμμα εμβολιασμού τόσο εκτεταμένο είναι λογικό να εμφανιστούν κάποια εξαιρετικά σπάνια περιστατικά που δεν εντοπίστηκαν στις κλινικές δοκιμές.