Ο Επίκουρος Καθηγητής Επιδημιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων Γκίκας Μαγιορκίνης εξήγησε αναλυτικά τη χρησιμότητα των self test στον έλεγχο της πανδημίας, αλλά και στην ακρίβεια των αποτελεσμάτων τους:
«Τα self-tests στην παρούσα φάση πρόκειται για μια μορφή προσυμπτωματικού ελέγχου, το λεγόμενο screening, το οποίο στην ουσία αποσκοπεί στην έγκαιρη διάγνωση με σκοπό την πρόληψη.
»Με απλά λόγια, ελέγχουμε υγιείς ανθρώπους για να εντοπίσουμε μια νόσο σε πρώιμα στάδια, πριν, δηλαδή, εμφανιστούν συμπτώματα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιου τύπου προσυμπτωματικού ελέγχου ευρείας κλίμακας είναι η δοκιμασία «Παπανικολάου», το γνωστό τεστ ΠΑΠ, οι μαστογραφίες, αλλά και τα τεστ για τον ιό του ΗΙV.
»Το κοινό όλων αυτών των ελέγχων είναι ότι έχουν ως ρόλο να «σαρώσουν» ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που δεν έχει συμπτώματα και να εντοπίσουν τα άτομα που έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα για την νόσο που μας ενδιαφέρει.
»Ο προσυμπτωματικός έλεγχος ακολουθείται πάντα από πιο ειδικό έλεγχο, που έχει την λογική της τελικής διάγνωσης-επιβεβαίωσης, ώστε να εφαρμοστούν και τα απαραίτητα προληπτικά μέτρα.
»Η πρόληψη, λοιπόν, είναι βασικό συστατικό του προσυμπτωματικού ελέγχου και το σημαντικότερο στοιχείο στην πρόληψη της νόσου COVID-19. Το καλύτερό μας όπλο αυτή τη στιγμή, εκτός από τα εμβόλια, είναι η διακοπή της μετάδοσης.
»Συνεπώς, ακρογωνιαίος λίθος ενός επιτυχημένου προγράμματος προσυμπτωματικού ελέγχου στην COVID-19 ,είναι η όσο το δυνατόν πιο γρήγορη ανεύρεση των ατόμων που δυνητικά μπορούν να μεταδώσουν τη νόσο.
»Έτσι, λοιπόν, στην πρόληψη της μετάδοσης ο χρόνος του αποτελέσματος του τεστ έχει τεράστια σημασία. Ένα αποτέλεσμα που είναι πολύ ακριβές αλλά χρειάζεται μία ημέρα για να ολοκληρωθεί, έχει μικρότερη προληπτική αξία από ένα αποτέλεσμα που έχει ελαφρώς μικρότερη ακρίβεια αλλά ολοκληρώνεται σε 15 με 20 λεπτά. Και αυτό διότι στις ώρες που περιμένει κάποιος το αποτέλεσμα, θα μπορούσε να μεταδίδει τη νόσο.
»Στο σχεδιασμό προγραμμάτων προσυμπτωματικού ελέγχου, μεγάλο ρόλο παίζει και η ευκολία της δοκιμασίας. Εάν η δοκιμασία είναι επεμβατική και προκαλεί πόνο ή δυσάρεστη αίσθηση, τότε η πιθανότητα να συμμετέχει κάποιος εθελοντικά στο πρόγραμμα μειώνεται.
»Για αυτό το λόγο, τα τεστ που έχουμε επιλέξει για αυτοδιαγνωστικό έλεγχο έχουν επιλογή να γίνονται με τη λήψη απλού ρινικού δείγματος, που δημιουργεί λιγότερο δυσάρεστη αίσθηση κατά τη λήψη, από τα γνωστά ρινοφαρυγγικά, αλλά και είναι ευκολότερα στη χρήση λοιπόν.
»Τα τεχνικά χαρακτηριστικά των συσκευών αυτοδιαγνωστικής ανίχνευσης για τον συγκεκριμένο, έλεγχο είναι η ευαισθησία και η ειδικότητα. Επιτρέψτε μου να εξηγήσω δύο πράγματα σε αυτά.
»Η ευαισθησία του τεστ είναι η πιθανότητα να δώσει θετικό αποτέλεσμα εφόσον έχω τη νόσο. Δηλαδή η ευαισθησία 80% σημαίνει από τους 100 που έχουν τη νόσο, το τεστ θα εντοπίσει τους 80.
»Η ειδικότητα του τεστ είναι η πιθανότητα να δώσει αρνητικό αποτέλεσμα εφόσον δεν έχω τη νόσο. Δηλαδή ειδικότητα 99% σημαίνει από τους 100 που δεν έχουν τον ιό, το τεστ θα θεωρήσει ότι όντως οι 99 δεν έχουν μολυνθεί.
»Τα συγκεκριμένα αυτοδιαγνωστικά τεστ που διατίθενται, χαρακτηρίζονται κατ’ αρχήν από την πολύ υψηλή ειδικότητα, υψηλότερη από 99%, έτσι ώστε το ποσοστό των ψευδώς θετικών στον πληθυσμό θα είναι χαμηλό ακόμα και όταν ο ιός δεν είναι τόσο συχνός ανάμεσά μας.
»Επίσης, οι δοκιμασίες έχουν αρκετά υψηλή ευαισθησία, δηλαδή υψηλότερη και από 80%. Ωστόσο, η ευαισθησία αυτών αυξάνεται παραπάνω από το 80%, αρκετά παραπάνω, και φτάνει και το 95%, όσο μεγαλύτερο είναι το φορτίο του ιού στον οργανισμό.
»Ως εκ τούτου, όσο πιο μεταδοτικός είναι κάποιος, τόσο πιο πιθανό είναι να τον πιάσει το συγκεκριμένο τεστ και να προλάβουμε με αυτό τον τρόπο τη μετάδοση».