Υγιείς νέοι που είχαν μολυνθεί από τον κορωνοϊό, καλούνται να συμμετάσχουν εθελοντικά σε μια κλινική δοκιμή που θα τους εκθέσει εκ νέου σκόπιμα στον ιό.

Οι ειδικοί πίσω από την έρευνα που ξεκινάει τις επόμενες ημέρες θέλουν να δουν πώς το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου αντιμετωπίζει τον ιό τη δεύτερη φορά, με απώτερο στόχο τον σχεδιασμό καλύτερων θεραπειών και εμβολίων.

Έως 64 άτομα ηλικίας 18-30 ετών θα περάσουν 17 ημέρες σε μονάδα καραντίνας σε σουίτα νοσοκομείου και θα υποβληθούν σε διάφορες εξετάσεις. Θα εκτεθούν εκ νέου στον ιό, στο αρχικό στέλεχος που εμφανίστηκε στην Ουχάν της Κίνας, σε «ασφαλές και ελεγχόμενο περιβάλλον», ενώ ιατρική ομάδα θα παρακολουθεί την υγεία τους.

Η πρώτη φάση αυτής της έρευνας θα στοχεύσει στον καθορισμό της χαμηλότερης δόσης ιού που μπορεί να «πιάσει» στον οργανισμό και να αρχίσει να αναπαράγεται, αλλά που δημιουργεί λίγα ή καθόλου συμπτώματα.

Αυτή η δόση θα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια για να μολυνθούν συμμετέχοντες στη δεύτερη φάση της έρευνας, η οποία αναμένεται να ξεκινήσει το καλοκαίρι. Οι εθελοντές θα εμφανίσουν συμπτώματα θα λάβουν θεραπεία αντισωμάτων για να τους βοηθήσουν να καταπολεμήσουν τη λοίμωξη. Οι συμμετέχοντες θα επιστρέφουν στην κανονική τους ζωή μόνο όταν δεν είναι πλέον μεταδοτικοί.

Η επικεφαλής ερευνήτρια καθηγήτρια Helen McShane, από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, δήλωσε: «Οι έρευνες πρόκλησης μας λένε πράγματα που άλλες μελέτες δεν μπορούν, επειδή, σε αντίθεση με τη φυσική λοίμωξη, ελέγχονται αυστηρά. Όταν θα επαναμολύνουμε αυτούς τους συμμετέχοντες, θα γνωρίζουμε ακριβώς πώς το ανοσοποιητικό τους σύστημα αντέδρασε στην πρώτη λοίμωξη, ακριβώς πότε εμφανίστηκε η δεύτερη λοίμωξη και ακριβώς πόση δόση του ιού έλαβαν».

«Εκτός από την περαιτέρω κατανόηση της Covid-19, αυτή η έρευνα μπορεί να μας βοηθήσει να σχεδιάσουμε τεστ που μπορούν να προβλέψουν με ακρίβεια εάν κάποιος είναι προστατευμένος από τη νόσο», συμπλήρωσε η καθηγήτρια.

Ο καθηγητής Lawrence Young, του Πανεπιστημίου του Γουόργουικ, δήλωσε: «Οι έρευνες πρόκλησης σε ανθρώπους έχουν μακρά ιστορία και είναι σε θέση να προσφέρουν σημαντικές πληροφορίες σχετικά με λοιμώξεις υπό αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες, καθώς και να επιτρέπουν την ακριβή αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του εμβολιασμού. Θα βελτιώσουν σημαντικά την κατανόησή μας για τη δυναμική της λοίμωξης και της ανοσολογικής απόκρισης, ενώ θα παρέχουν και πολύτιμες πληροφορίες που θα βοηθήσουν στον σχεδιασμό εμβολίων και στην ανάπτυξη θεραπειών».