Όπως έχουμε μάθε πλέον, τα μικροπλαστικά είναι παντού: τα μικροσκοπικά κομμάτια πλαστικού – ο συνηθισμένος ορισμός είναι οτιδήποτε μικρότερο από 5 χιλιοστά σε μήκος- για τα οποία υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι διεισδύουν σε ολόκληρο το οικοσύστημα. Μια πρόσφατη μελέτη τα βρήκε στο 90% των τύπων πρωτεϊνών από τις οποίες έλαβαν δείγμα ερευνητές, ενώ μια μελέτη του 2020 τα βρήκε σε φρούτα και λαχανικά. Μια άλλη μελέτη, που δημοσιεύτηκε φέτος, έδειξε ότι και το εμφιαλωμένο νερό θα μπορούσε να περιέχει έως και 100 φορές μεγαλύτερη ποσότητα πλαστικών σωματιδίων απ’ ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως. Είναι λοιπόν αυτό ένα ασταμάτητο πρόβλημα; Υπάρχουν επιπτώσεις για την υγεία μας που μόλις αρχίζουμε να βλέπουμε; Και αν ναι, μήπως είναι ήδη πολύ αργά για να κάνουμε κάτι γι’ αυτό;
Τα άσχημα νέα είναι ότι, ναι, το πρόβλημα είναι χειρότερο από ό,τι πιστεύαμε προηγουμένως. «Όλοι γνώριζαν ότι υπήρχαν μικροπλαστικά στο θαλασσινό νερό και στις παραλίες μας, αλλά τώρα τα βρίσκουμε στο σύστημα γλυκών υδάτων και τόσο μακριά όσο η Αρκτική», λέει η καθηγήτρια Catherine Wilson, ειδικός στα μικροπλαστικά στη Σχολή Μηχανικών του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ: «Αυτό εγείρει ερωτήματα για το πώς μεταφέρονται στον αέρα. Βλέπουμε επίσης –καθώς χρησιμοποιούμε ανακυκλωμένη λάσπη, ένα απόβλητο πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά από την επεξεργασία λυμάτων, ως λίπασμα στη γεωργία– ότι τα μικροπλαστικά ανακυκλώνονται στο περιβάλλον, πράγμα που μπορεί να σημαίνει ότι συσσωρεύονται στο έδαφος στις γεωργικές εκτάσεις».
Υπάρχουν δύο σαφείς μηχανισμοί μέσω των οποίων τα μικροπλαστικά μπορεί να μας βλάψουν: είτε διαταράσσοντας χημικά την κανονική λειτουργία των συστημάτων του σώματός μας, είτε με τη συσσώρευση αρκετής ποσότητας ώστε να εμποδίσουν το κυκλοφορικό, το αναπνευστικό ή το πεπτικό μας σύστημα. Ο αυξημένος κίνδυνος καρκίνου, για παράδειγμα, είναι μια βασική ανησυχία – αλλά δεν είναι ξεκάθαρο πόσο πρέπει να ανησυχούμε: «Σύνδεση με το καρκινογόνα δυνατότητα των μικροπλαστικών και των νανοπλαστικών -τα οποία είναι ελάχιστα ορατά ακόμη και κάτω από ένα ισχυρό μικροσκόπιο- έχει αποδειχθεί in vitro [σε εργαστηριακούς δοκιμαστικούς σωλήνες] σε ανθρώπινα κύτταρα και in vivo [σε ζωντανό σώμα] για μοντέλα ζώων και φυτών», λέει ο καθηγητής Jo Cable, επικεφαλής του τμήματος στη Σχολή Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου του Κάρντιφ. «Αξίζει όμως να πούμε ότι τα αποτελέσματα στις περισσότερες από αυτές τις μελέτες προκλήθηκαν από συγκεντρώσεις πλαστικού πολύ υψηλότερες από αυτές που ανιχνεύθηκαν στην κυκλοφορία του αίματος σε ορισμένες από τις πιο πρόσφατες μελέτες».
Ομοίως, δεν είναι σαφές εάν τα μικροπλαστικά έχουν σημαντική επίδραση, για παράδειγμα, στην παραγωγή ανοσοκυττάρων ή στην όρεξη, αν και όλες αυτές οι πιθανότητες προκαλούν ανησυχία. «Χρειάζεται περαιτέρω εργασία για να προσδιοριστούν τα αποτελέσματα αυτού του επιπέδου έκθεσης – καθώς και εάν τα μικροπλαστικά συνεχίζουν να συσσωρεύονται ή τελικά αποβάλλονται από το σώμα μας», λέει ο καθηγητής Cable: «Πρέπει επίσης να καταλάβουμε εάν είναι δυνατές καλύτερες εναλλακτικές λύσεις – για παράδειγμα, η μελέτη Plastic Fish στο Πανεπιστήμιο του Κάρντιφ διερευνά εάν τα πλαστικά βιολογικής βάσης και τα σχετικά πρόσθετα που συχνά διατίθενται στο εμπόριο ως πιο “πράσινα” από τα παραδοσιακά πλαστικά είναι στην πραγματικότητα πιο υγιεινά για το περιβάλλον και τους ζωντανούς οργανισμούς – πληθαίνουν τα στοιχεία ότι μπορεί να μην είναι».
Τι μπορούμε να κάνουμε ατομικά; Δυστυχώς, η πανταχού παρουσία των μικροπλαστικών σημαίνει ότι υπάρχουν λίγες πιθανότητες να τα αποφύγουμε. Τα πλαστικά είναι ένα βασικό και συχνά σωτήριο αγαθό, αλλά τα χρησιμοποιούμε με μη βιώσιμο τρόπο εδώ και χρόνια. Σε παγκόσμιο επίπεδο, πρέπει να στραφούμε προς πλαστικά προϊόντα που είτε είναι βιοδιασπώμενα είτε δομικά πιο εύκολα να ανακυκλωθούν.