Ο αριθμός των θανάτων στις ΗΠΑ από την ασθένεια Covid-19, τη νόσο που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός, είναι τουλάχιστον 16% υψηλότερος από ό,τι δείχνουν τα επίσημα αρχεία, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.
Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην έλλειψη ευαισθητοποίησης σχετικά με την Covid-19 και στα χαμηλά επίπεδα ελέγχων μέσω τεστ, όπως λένε οι συγγραφείς της έρευνας που δημοσιεύτηκε στο Proceedings of the National Academy of Sciences.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι ΗΠΑ είχαν υψηλά ποσοστά υπερβάλλουσας θνησιμότητας, ανέφεραν οι συγγραφείς στην έκθεσή τους. Η υπερβάλλουσα θνησιμότητα αναφέρεται στη διαφορά μεταξύ του παρατηρούμενου αριθμού θανάτων κατά τη διάρκεια μιας δεδομένης περιόδου και του αριθμού των θανάτων που θα αναμένονταν βάσει προηγούμενων τάσεων θνησιμότητας προηγούμενων ετών.
Μεταξύ Μαρτίου 2020 και Αυγούστου 2022, οι ΗΠΑ είχαν 1,2 εκατομμύρια υπερβάλλοντες θανάτους από φυσικά αίτια. Περίπου 163.000 από αυτούς δεν αποδίδονταν στην Covid-19, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς θα έπρεπε να είχαν αποδοθεί στη νόσο, υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Αποφάσισαν να εξετάσουν τον χρόνο και τις τοποθεσίες των υπερβάλλοντων θανάτων. Διαπίστωσαν ότι οι υπερβάλλοντες θάνατοι αυξήθηκαν τον μήνα πριν από την κορύφωση της Covid-19.
«Η υπερβάλλουσα θνησιμότητα που δεν αποδίδεται στην Covid-19 ξεκινάει λίγο πριν ξεκινήσει επίσημα η έξαρση της Covid-19 και κορυφώνεται λίγο νωρίτερα», δήλωσε η Δρ Elizabeth Wrigley-Field, μία από τις συγγραφείς της μελέτης και αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Κέντρο Πληθυσμού της Μινεσότα, στο ομώνυμο Πανεπιστήμιο.
Η ελλιπής αναφορά των περιπτώσεων συνεχίστηκε κατά τους πρώτους 30 μήνες της πανδημίας – και όχι μόνο στην αρχή, όταν έλειπε η ενημέρωση για τον νέο κορωνοϊό.
«Αυτή η ελλιπής αναφορά αντικατοπτρίζει τη βαθιά αποτυχία στο δημόσιο σύστημα υγείας», ανέφερε η Δρ Wrigley-Field: «Η γνώση των ποσοστών θνησιμότητας βοηθά τις αρχές να διαθέσουν πόρους, συμπεριλαμβανομένων εμβολίων, θεραπειών και επιπλέον εργαζομένων στον τομέα της Υγείας, στους πληθυσμούς και τις περιοχές που πλήττονται περισσότερο, και μπορεί να βοηθήσει τους πολίτες να λάβουν πιο ενημερωμένες αποφάσεις σχετικά με τη λήψη προφυλάξεων», κατέληξε η ερευνήτρια.