Για χρόνια, ένα ή δύο ποτά την ημέρα φαινόταν να συνδέεται με οφέλη για την υγεία. Αλλά πρόσφατα, οι επιστήμονες επεσήμαναν ελαττώματα σε ορισμένες από τις μελέτες που οδήγησαν σε αυτά τα συμπεράσματα και οι προειδοποιήσεις για τη δημόσια υγεία τονίζουν πλέον ότι μπορεί να μην υπάρχει ασφαλές επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ.
Τώρα, μια άλλη ερευνητική ανάλυση οδηγεί σε ένα νεότερο συμπέρασμα – ότι οι άνθρωποι που πίνουν μέτρια αλκοόλ δεν ζουν περισσότερο από εκείνους που απέχουν. Τα τελευταία αποτελέσματα είναι σημαντικά επειδή οι ερευνητές έψαξαν βαθιά σε δεδομένα για άτομα που στο παρελθόν έπιναν, αλλά αργότερα έκοψαν το αλκοόλ, πιθανώς λόγω προβλημάτων υγείας.
«Αυτό κάνει τους ανθρώπους που συνεχίζουν να πίνουν να φαίνονται πολύ πιο υγιείς συγκριτικά», είπε ο Δρ Tim Stockwell, επικεφαλής συγγραφέας αυτής της τελευταίας ανάλυσης και επιστήμονας του Καναδικού Ινστιτούτου Έρευνας Χρήσης Ουσιών στο Πανεπιστήμιο της Βικτώριας, σε μια δήλωση για τα ευρήματα που δημοσιεύτηκαν στο Journal of Studies on Alcohol and Drugs.
Το κλειδί για το συμπέρασμά τους ότι το ποτό δεν συνδέεται με τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής βασίζεται και πάλι στο με ποιούς συγκρίνονται οι μέτριοι πότες, έγραψαν οι ερευνητές.
Για τη μελέτη, οι ερευνητές όρισαν τη «μέτρια κατανάλωση αλκοόλ» ως κατανάλωση από ένα ποτό την εβδομάδα έως και δύο ποτά την ημέρα. Όταν οι ερευνητές απέκλεισαν προσεκτικά άτομα που ήταν πρώην πότες και συμπεριέλαβαν δεδομένα μόνο για άτομα ηλικίας κάτω των 55 ετών που συμμετείχαν σε έρευνες, όσοι απείχαν και όσοι έκαναν μέτρια χρήση αλκοόλ είχαν παρόμοιο κίνδυνο πρόωρου θανάτου. Όταν, όμως, πρώην πότες συμπεριλήφθηκαν στην ομάδα των απεχόντων, όσοι έπιναν μέτρια φάνηκε να έχουν μειωμένο κίνδυνο θανάτου.
Όταν οι ερευνητές ορίζουν ποια άτομα περιλαμβάνονται σε μια ερευνητική ανάλυση με βάση κριτήρια που δεν αντικατοπτρίζουν διακριτικά αλλά σημαντικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού, το πρόβλημα ονομάζεται «σφάλμα επιλογής».
«Μελέτες με σφάλμα επιλογής μπορεί να δημιουργήσουν παραπλανητικές θετικές συσχετίσεις για την υγεία», κατέληξαν οι συγγραφείς και ζήτησαν βελτιώσεις σε μελλοντικές ερευνητικές μελέτες για την καλύτερη αξιολόγηση των επιπέδων κατανάλωσης οινοπνεύματος που μπορεί να επηρεάσουν τα αποτελέσματα της υγείας. Επίσης, σημείωσαν ότι μια από τις διερευνητικές αναλύσεις τους πρότεινε την ανάγκη να εμβαθύνουν στις επιπτώσεις άλλων εξωτερικών μεταβλητών όπως το κάπνισμα και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση.