Πριν από μερικές ημέρες συμπληρώθηκαν 36 χρόνια από την ημέρα που κηρύχθηκε επισήμως η εξάλειψη της ευλογιάς, μιας εξαιρετικά θανατηφόρας μολυσματικής ασθένειας. Η ανακοίνωση έγινε επίσημα στις 9 Δεκεμβρίου του 1979 από την Παγκόσμια Επιτροπή για την Επιβεβαίωσης της Εξάλειψης της Ευλογιάς και υιοθετήθηκε την επόμενη χρονιά και από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Μέχρι σήμερα, η ευλογιά είναι η μοναδική νόσος του ανθρώπου που έχει εξαλειφθεί πλήρως. Η ασθένεια, που κάποτε οδηγούσε στο θάνατο το 35% των ασθενών και άφηνε τους υπόλοιπους σημαδεμένους ή τυφλούς για το υπόλοιπο της ζωής τους, εξαλείφθηκε μετά από δεκαετίες οργανωμένων προσπαθειών σε παγκόσμιο επίπεδο και συστηματικών εμβολιασμών – το τελευταίο κρούσμα που καταγράφηκε ήταν στη Σομαλία το 1977.
Ωστόσο, υπήρξε ακόμη ένα θύμα της ευλογιάς το 1978 στο Μπέρμινγκχαμ της Μεγάλης Βρετανίας, όταν ο ιός ξέφυγε κατά λάθος από ένα ερευνητικό εργαστήριο. Ο ιός της ευλογιάς φυλάσσεται ακόμη σε δύο εργαστήρια, στο Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νοσημάτων (CDCC) στις ΗΠΑ και το Κρατικό Κέντρο Βιοτεχνολογίας του Κόλτσοβο, στη Ρωσία, όπου φυλάσσονται από ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Να σημειώσουμε πάντως ότι στο Κόλτσοβο είχε παρασκευαστεί παλιότερα ο ιός για χρήση ως βιολογικό όπλο…
Η ευλογιά, γνωστή στα αγγλικά ως «Κόκκινη Πανούκλα», πιστεύεται ότι άρχισε να προσβάλλει τον άνθρωπο περίπου το 10.000 π.Χ. – τα φλυκταινώδη εξανθήματα που παρατηρήθηκαν στο μουμιοποιημένο σώμα του Φαραώ Ραμσή V της Αιγύπτου είναι ίσως η πρώτη καταγραφή της ασθένειας. Κατά τον 18ο αιώνα, η ευλογιά προκαλούσε το θάνατο σε περίπου 400.000 Ευρωπαίους κάθε χρόνο και ήταν υπεύθυνη για το ένα τρίτο του συνόλου των τυφλώσεων, ενώ κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα υπολογίζεται ότι η ευλογιά προκάλεσε 300-500 εκατομμύρια θανάτους.
Η ευλογιά είναι άκρως μολυσματική, αλλά εξαπλώνεται αργά και είναι λιγότερο διαδεδομένη από ορισμένες άλλες ασθένειες. Αυτό οφείλεται στο ότι η μετάδοση απαιτεί στενή επαφή και τη πρωθύστερη εμφάνιση του εξανθήματος. Το ποσοστό της μόλυνσης επηρεάζεται επίσης από τη μικρή διάρκεια της μολυσματικής φάσης. Στις εύκρατες ζώνες, ο αριθμός των μολύνσεων της ευλογιάς ήταν υψηλότερος κατά την διάρκεια του χειμώνα και της άνοιξης. Στις τροπικές ζώνες, όπου οι εποχιακές διακυμάνσεις είναι λιγότερο εμφανείς, η ασθένεια ενδημεί σε όλη τη διάρκεια του έτους. Η νόσος εντοπίζεται κυρίως στα μικρά αιμοφόρα αγγεία του δέρματος, καθώς και του στόματος και του λαιμού. Στο δέρμα, προκαλεί χαρακτηριστικά ερυθηματώδη εξανθήματα και αργότερα φουσκάλες γεμάτες υγρό.