Η θεραπεία με την εκπομπή ακτίνας πρωτονίων απευθείας σε έναν όγκο, η οποία μειώνει τη δόση ακτινοβολίας σε περιβάλλοντες ιστούς και όργανα, παρουσιάζει λιγότερες παρενέργειες στα παιδιά σε σύγκριση με την «παραδοσιακή» ακτινοθεραπεία που γίνεται με ακτίνες Χ, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας νέας έρευνας.
Η μελέτη, που δημοσιεύεται στο περιοδικό The Lancet Oncology υποστηρίζει επίσης ότι η ακτινοθεραπεία πρωτονίων είναι εξίσου αποτελεσματική όσο άλλες θεραπείες.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι επιστήμονες παρακολούθησαν 59 ασθενείς, ηλικίας μεταξύ τριών και 21 ετών, από το 2003 έως 2009.
Όλοι οι ασθενείς που καταγράφηκαν στη μελέτη, η οποία πραγματοποιήθηκε με επικεφαλής τον Δρ Torunn Υοοκ από το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης των ΗΠΑ, υπέφεραν από μυελοβλάστωμα, το πιο σύνηθες είδος κακοήθους εγκεφαλικού όγκου στα παιδιά.
Μετά από πέντε χρόνια, το ποσοστό επιβίωσης τους ήταν ίδιο με εκείνο των ασθενών που έκαναν θεραπεία με συμβατική ακτινοθεραπεία ακτίνων Χ, αλλά υπήρχαν λιγότερες παρενέργειες στην καρδιά και τους πνεύμονες, όπως διαπίστωσε η μελέτη.
Ο Δρ Υοοκ δήλωσε: «Το σημαντικότερο εύρημα είναι ότι η θεραπεία πρωτονίων είναι τόσο αποτελεσματική όσο και η θεραπεία φωτονίων (δηλαδή η συμβατική ακτινοθεραπεία ακτίνων Χ) στην προσπάθεια ίασης αυτών των ασθενών και αυτό που είναι επίσης πολύ συναρπαστικό είναι ότι η διατήρηση αυτών των υψηλών ποσοστών επιτυγχάνεται με μικρότερη τοξικότητα, η οποία σημαίνει σημαντική βελτίωση στην ποιότητα ζωής».
Σύμφωνα με τη μελέτη, «η ακτινοθεραπεία πρωτονίων οδήγησε σε αποδεκτή τοξικότητα και είχε παρόμοια αποτελέσματα επιβίωσης σε σχέση με τη συμβατική ακτινοθεραπεία, υποδηλώνοντας ότι η χρήση αυτής της θεραπείας μπορεί να είναι μια εναλλακτική λύση για της θεραπείες που βασίζονται στη χρήση φωτονίων».
Η θεραπεία φωτονίων χρησιμοποιεί φορτισμένα σωματίδια αντί για ακτίνες Χ για την ακτινοθεραπεία σε ασθενείς με καρκίνο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία όγκων του νωτιαίου μυελού, σαρκωμάτων κοντά στη σπονδυλική στήλη ή τον εγκέφαλο, καρκίνου του προστάτη, καρκίνου του πνεύμονα, καρκίνου του ήπατος και μερικών παιδικών καρκίνων.
Ο καθηγητής Gillies McKenna, επικεφαλής του τμήματος ογκολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, δήλωσε για την έρευνα: «Δεν υπήρξαν παρενέργειες που παρατηρούνται στην καρδιά, τους πνεύμονες και το γαστρεντερικό σύστημα, οι οποίες είναι σχεδόν βέβαιες με τις ακτίνες Χ και δεν παρατηρήθηκαν δευτερογενείς καρκίνοι που θα περιμέναμε να δούμε σε ασθενείς που ακολουθούν θεραπεία με ακτίνες Χ».
Ο Δρ Kieran Breen, από την Εταιρεία Έρευνας Εγκεφαλικών Όγκων, δήλωσε ότι απαιτείται ακόμη περισσότερη έρευνα για τη θεραπεία. «Θα πρέπει να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι επιπτώσεις θα έχει στους ασθενείς μακροπρόθεσμα αλλά και τι επίδραση έχει σε άλλες μορφές όγκων, τόσο στον εγκέφαλο όσο και σε άλλα όργανα του σώματος».