Οι επιστήμονες το χαρακτηρίζουν ως «ο αθόρυβος κλέφτης της όρασης» και καθόλου άδικα: το γλαύκωμα είναι η δεύτερη κύρια αιτία τύφλωσης παγκοσμίως, ωστόσο δεν εμφανίζει συνήθως συμπτώματα προτού είναι αργά και γενικά είναι μια ασθένεια για την οποία το ευρύ κοινό δεν γνωρίζει αρκετά.
Υπολογίζεται ότι σε όλο τον κόσμο περίπου 67 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με γλαύκωμα, και δυστυχώς, οι μισοί πάσχοντες δεν γνωρίζουν ότι νοσούν – περισσότεροι από 30 εκατομμύρια άνθρωποι δηλαδή χάνουν σιγά σιγά την όρασή τους χωρίς προειδοποίηση. Σήμερα, υπάρχουν 4,5 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, οι οποίοι είναι τυφλοί εξαιτίας της νόσου. Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι πάσχουν από γλαύκωμα περισσότερα από 200.000 άτομα, αλλά τα μισά από αυτά δεν έχουν διαγνωστεί.
Το γλαύκωμα μπορεί να παραμείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα χωρίς διάγνωση, καθώς συνήθως δεν εμφανίζει συμπτώματα. Oι ασθενείς προτού καν αντιληφθούν ότι πάσχουν από γλαύκωμα, μπορεί να έχουν ήδη πάθει ανεπανόρθωτη βλάβη, χάνοντας ήδη ένα σημαντικό μέρος της όρασης τους.
Με αφορμή την Παγκόσμια Εβδομάδα Γλαυκώματος (6-12 Μαρτίου) ο Θέμης Καρμίρης, Υπεύθυνος Τμήματος Γλαυκώματος της Οφθαλμολογικής Κλινικής 251 Γενικού Νοσοκομείου Αεροπορίας, αναφέρει ότι «ο τακτικός οφθαλμολογικός έλεγχος είναι ο μόνος τρόπος για να ανιχνευτεί το γλαύκωμα νωρίς, ώστε να μπορεί να αντιμετωπιστεί κατάλληλα». Καθώς η αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου για το γλαύκωμα, το κλειδί για να διατηρηθεί η όραση στους ασθενείς με γλαύκωμα είναι η κατάλληλη ρύθμισή της.
Δυστυχώς, έως σήμερα δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για το γλαύκωμα. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με καινοτόμες φαρμακευτικές επιλογές, οι οποίες μπορεί να σταματήσουν ή να επιβραδύνουν την εξέλιξή του. Ωστόσο, πάνω από 50% των ασθενών με γλαύκωμα δεν συμμορφώνονται στη θεραπεία τους, είτε επειδή δεν ακολουθούν τις οδηγίες του γιατρού τους για τη λήψη της αγωγής τους, είτε επειδή διακόπτουν εντελώς τη θεραπεία τους, μια συμπεριφορά που, με την πάροδο του χρόνου, θα οδηγήσει σε απώλεια όρασης, σύμφωνα με τους ειδικούς.