H αποκάλυψη των παθήσεων από τις οποίες κινδυνεύει ένα άτομο λόγω των γονιδίων του, δεν παρακινεί το εν λόγω άτομο να αλλάξει τον τρόπο ζωής του, όπως διαπιστώνει μια νέα μελέτη.
Οι ερευνητές στη Μεγάλη Βρετανία αποκάλυψαν ότι η προειδοποίηση σε έναν άνθρωπο ότι το DNA του δείχνει πως είναι επιρρεπής σε ορισμένες ασθένειες, έχει «μικρή ή καμία επίπτωση» στις ανθυγιεινές συνήθειές του. Δηλαδή δεν κάνει πιο πιθανή τη διακοπή του καπνίσματος, την κατανάλωση αλκοόλ ή την άσκηση, ώστε να μειώσει τους κινδύνους από τους οποίους κινδυνεύει εξαιτίας της γενετικής του προδιάθεσης.
Αυτά τα ευρήματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν στο πώς οι γιατροί και αξιωματούχοι της δημόσιας υγείας χρησιμοποιούν το αναπτυσσόμενο πεδίο της εξατομικευμένης περίθαλψης, που βασίζεται εν μέρει στα γενετικά χαρακτηριστικά ενός ατόμου.
Οι διαπιστώσεις προέρχονται από μια ομάδα ειδικών από το πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, το πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ και το Imperial College του Λονδίνου, οι οποίοι αξιολόγησαν 18 ερευνητικές μελέτες σχετικά με την αποτελεσματικότητα της ενημέρωσης του κοινού για τον γενετικό κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, του Αλτσχάιμερ και κάποιων μορφών καρκίνου.
Η έρευνα που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση British Medical Journal, διαπίστωσε ότι η ενημέρωση των πολιτών για τους προσωπικούς κινδύνους λόγω του DNA τους, δεν τους ενθαρρύνει να αλλάξουν τον τρόπο ζωής τους, όπως να προστατεύουν το δέρμα τους από τον ήλιο ή αλλάξουν την ανθυγιεινή διατροφή τους. Επίσης, δεν κάνει πιο πιθανή την τακτική εξέτασή τους από ειδικούς.
Οι συγγραφείς αναφέρουν ότι περίμεναν πως οι άνθρωποι θα παρακινούνταν να αλλάξουν τρόπο ζωής, μετά την αποκάλυψη των κινδύνων για την υγεία τους.
«Τα αποτελέσματα αυτής της ανάλυσης δείχνουν ότι η ενημέρωση για τους πιθανούς κινδύνους για την υγεία με βάση το DNA, έχει μικρή ή καθόλου επίδραση στην αλλαγή τρόπου ζωής των ανθρώπων για την ελάττωση του κινδύνου» αναφέρουν οι ερευνητές.
«Τα διαθέσιμα στοιχεία δεν υποστηρίζουν τις προσδοκίες των ερευνητών και των υποστηρικτών της εξατομικευμένης ιατρικής, καθώς και τις εταιρείες που κατασκευάζουν τεστ απευθείας για καταναλωτές, σύμφωνα με τις οποίες η λήψη αποτελεσμάτων από τεστ DNA που δείχνουν αυξημένο κίνδυνο σε ασθένειες, προκαλεί αλλαγή συμπεριφοράς».