Αυστραλοί επιστήμονες ανέπτυξαν το πρώτο τεστ αίματος στον κόσμο για την έγκαιρη διάγνωση της νόσου Πάρκινσον και αισιοδοξούν ότι θα βοηθήσει στην καλύτερη αντιμετώπιση της νευροεκφυλιστικής πάθησης. Το τεστ ανιχνεύει τον αφύσικο ενεργειακό μεταβολισμό στα μιτοχόνδρια των κυττάρων στο αίμα των ασθενών.
Μέχρι σήμερα οι ασθενείς συχνά διαγιγνώσκονται με καθυστέρηση αφότου έχουν εμφανισθεί τα συμπτώματα και έχουν ήδη καταστραφεί τα εγκεφαλικά κύτταρα. Αν και δεν υπάρχει ακόμη κάποια θεραπεία για τη νόσο, η έγκαιρη διάγνωσή της μέσω ενός τεστ αίματος μπορεί να βοηθήσει στην καθυστερήσει την εκδήλωσή της μέσω φαρμακευτικής αγωγής.
Οι ερευνητές του πανεπιστημίου Λα Τρομπ της Μελβούρνης, με επικεφαλής τον καθηγητή Πολ Φίσερ, δοκίμασαν με επιτυχία το τεστ σε μια μικρή ομάδα 38 ανθρώπων (29 ασθενείς και εννέα υγιείς). Ακόμη η κλινική δοκιμή δεν έχει δημοσιευθεί σε κάποιο επιστημονικό περιοδικό.
Όπως είπαν στη βρετανική Guardian, το τεστ μπορεί να είναι διαθέσιμο στο κοινό σε πέντε περίπου χρόνια, αν βρεθούν τα αναγκαία χρηματοδοτικά κεφάλαια για μια μεγάλη κλινική δοκιμή και την ταχεία ανάπτυξή του.
Όπως είπε ο Φίσερ, στους ασθενείς με Πάρκινσον τα μιτοχόνδρια -τα «εργοστάσια» παραγωγής ενέργειας στα κύτταρα- είναι απολύτως φυσιολογικά, όμως εργάζονται με τετραπλάσια ένταση σε σχέση με τα μιτοχόνδρια των υγιών ατόμων, με συνέπεια να παράγουν αυξημένα τοξικά υποπροϊόντα. Οι επιστήμονες δεν αποκλείουν αυτή η υπερ-δραστηριότητα να μην αφορά μόνο τη νόσο Πάρκινσον, αλλά και άλλες νευροεκφυλιστικές παθήσεις όπως το Αλτσχάιμερ.
Η νόσος του Πάρκινσον είναι μια νευροεκφυλιστική πάθηση, μια ασθένεια που προκαλεί βλάβη στα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου που ελέγχουν την κίνηση. Προκαλείται από την απώλεια των κυττάρων που παράγουν ντοπαμίνη στον εγκέφαλο. Ωστόσο, για ποιο ακριβώς λόγο εξαφανίζονται τα κύτταρα που παράγουν ντοπαμίνη δεν είναι σαφές. Η έρευνα δείχνει ότι μπορεί να ευθύνεται ένας συνδυασμός γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων για την εμφάνιση της νόσου. Το πώς όμως αυτοί οι δύο παράγοντες αλληλεπιδρούν ποικίλλει, από άτομο σε άτομο. Είναι επίσης ασαφές γιατί μερικοί άνθρωποι αναπτύσσουν τη νόσο, ενώ κάποιοι άλλοι όχι.