Η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο θνησιγένειας, όπως προειδοποιεί μια νέα επιστημονική έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα. Ως θνησιγένεια, χαρακτηρίζεται ο θάνατος του εμβρύου στη μήτρα μετά από 20 εβδομάδες κύησης και στατιστικά εμφανίζεται σε περίπου μία σε κάθε 200 γεννήσεις.

Οι ερευνητές ζήτησαν αυστηρότερους περιορισμούς στις εκπομπές ρύπων των αυτοκινήτων αλλά και των βιομηχανιών ώστε μειωθεί συνολικά  η ατμοσφαιρική ρύπανση, έπειτα από την ολοκλήρωση της έρευνά τους που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η έκθεση σε υψηλά επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης αυξάνει τον κίνδυνο θνησιγένειας.

Μετά από μια ανασκόπηση 13 μελετών που σχετιζόταν με το θέμα και η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Occupational & Environmental Medicine, οι ερευνητές βρήκαν ότι ο κίνδυνος ήταν ιδιαίτερα αυξημένος κατά το τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης.

«Τα αποτελέσματά μας παρέχουν στοιχεία που υποδεικνύουν ότι η ρύπανση του ατμοσφαιρικού αέρα είναι ένας σημαντικός παράγοντας κινδύνου για θνησιγένεια», όπως έγραψαν οι ερευνητές. «Οι έγκυες γυναίκες πρέπει να γνωρίζουν τις πιθανές αρνητικές επιπτώσεις της ρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα, αν και η πρόληψη ενάντια στην έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους απαιτεί γενικά περισσότερη δράση από την κυβέρνηση από ό, τι από τον καθένα από εμάς».

Οι ερευνητές πρόσθεσαν: «Θα πρέπει να αναπτυχθούν και να εφαρμοστούν πολιτικές για τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, όπως ο έλεγχος των εκπομπών ρύπων των οχημάτων, η βελτίωση της ποιότητας των καυσίμων και ο έλεγχος των εκπομπών βιομηχανικών ρύπων». Ωστόσο, τόνισαν ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τα αποδεικτικά στοιχεία.

Στο συνοδευτικό άρθρο που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση, η Δρ Maria Pedersen, από το Κέντρο Επιδημιολογίας και Ελέγχου του πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης στη Δανία, έγραψε: «Η θνησιγένεια είναι μία από τις πλέον παραμελημένες τραγωδίες στην παγκόσμια υγεία σήμερα και τα υπάρχοντα στοιχεία αξίζουν επιπλέον διερεύνησης».

«Αν τα στοιχεία που δείχνουν ότι υπάρχει συσχετισμός μεταξύ της ρύπανσης του ατμοσφαιρικού αέρα και της θνησιγένειας επιβεβαιωθούν από μελλοντικές μελέτες, θα είναι μείζονος σημασίας για τη δημόσια υγεία».