Οι συνθήκες φτώχειας μπορεί να προκαλέσουν αλλαγές στο DNA των ανθρώπων και να τους κάνουν πιο επιρρεπείς στην κατάθλιψη και το άγχος, σύμφωνα με μια ανατρεπτική νέα μελέτη.
Ερευνητές από τις Ηνωμένες Πολιτείες διαπίστωσαν ότι οι έφηβοι που μεγάλωσαν με στερήσεις δείχνουν την τάση να υφίστανται αλλαγές σε ένα γονίδιο που αυξάνει τη δραστηριότητα ενός τμήματος του εγκεφάλου που εμπλέκεται στις αντιδράσεις τύπου «πάλη ή φυγή» και στις κρίσεις πανικού. Αυτή η αυξημένη δραστηριότητα στην αμυγδαλή του εγκεφάλου έχει συνδεθεί με μεγαλύτερο κίνδυνο κατάθλιψης.
Ανακάλυψαν επίσης ότι η χαμηλή κοινωνικο-οικονομική κατάσταση σχετίζεται με χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης, της λεγόμενης και ορμόνης της ευτυχίας.
Τα τελευταία χρόνια, διάφορες μελέτες έχουν δείξει ότι τα γονίδια μπορούν να αλλάξουν από περιβαλλοντικούς παράγοντες και κοινωνικές αλληλεπιδράσεις, αλλά και ότι οι αλλαγές αυτές μπορεί στη συνέχεια να περάσουν στην επόμενη γενιά.
Στη νέα μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Molecular Psychiatry, οι επιστήμονες από το πανεπιστήμιο Duke στις ΗΠΑ περιέγραψαν πώς η ερευνά τους θα μπορούσε να βοηθήσει στην εξήγηση του γιατί η κατάθλιψη φαίνεται να «προτιμάει» ορισμένες από τις πιο φτωχές οικογένειες.
Η οικονομική στέρηση συνδέεται με «μια σειρά από αρνητικά αποτελέσματα, μεταξύ των οποίων χειρότερη γενική υγεία και αυξημένος κίνδυνος για ψυχικές διαταραχές όπως η κατάθλιψη, το άγχος και ο εθισμός σε ουσίες», έγραψαν.
«Η χαμηλή κοινωνικοοικονομική κατάσταση μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους μέσα από μια ποικιλία μηχανισμών, συμπεριλαμβανομένων υψηλότερων επιπέδων αντιλαμβανόμενου και πραγματικού άγχους και σωρευτικούς περιβαλλοντικούς κινδύνους, όπως η κακή ποιότητα στέγασης, η ηχορύπανση και η έκθεση σε βία», πρόσθεσαν οι ερευνητές.
Η επικεφαλής της μελέτης, Δρ Johnna Swartz, δήλωσε ότι έρευνά τους έδειξε πώς αυτά τα είδη προβλημάτων επηρέαζαν τα γονίδια. «Είναι μια από τις πρώτες μελέτες που δείχνουν ότι η χαμηλή κοινωνικο-οικονομική κατάσταση μπορεί να οδηγήσει σε αλλαγές στον τρόπο που εκφράζονται τα γονίδια», είπε.
Οι ερευνητές μελέτησαν τις αλλαγές σε ένα συγκεκριμένο γονίδιο, που ονομάζεται SLC6A4, σε 132 εφήβους ηλικίας μεταξύ 11 και 15, για μια περίοδο δύο ετών.