Οι τακτικοί χρήστες μαριχουάνας επί σειρά ετών είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν ασθένειες των ούλων σε σχέση με τους φανατικούς καπνιστές, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η μελέτη εξέτασε περισσότερα από 1.000 άτομα από τη Νέα Ζηλανδία, που κάπνιζαν κάνναβη. Η υγεία τους παρακολουθούνταν από τη γέννησή τους στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και μέχρι την ηλικία των 38.
Η μελέτη εστίασε στην εμφάνιση ουλίτιδας, στην πνευμονική λειτουργία, τη συστηματική εμφάνιση φλεγμονής όπως οι αλλεργίες και στον μεταβολισμό.
Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη προηγούμενες μελέτες που είχαν διαπιστώσει ότι τακτικοί καπνιστές ναρκωτικών ουσιών ήταν λιγότερο πιθανό να βουρτσίζουν τα δόντια τους και να χρησιμοποιούν οδοντικό νήμα και ήταν επίσης πιο πιθανό να είναι εξαρτημένοι από το αλκοόλ, δύο παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσει την κατάσταση των ούλων τους.
Στη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό JAMA Psychiatry, έγραψαν: «Πρώτον, η χρήση της κάνναβης για έως και 20 χρόνια δεν συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο σύνολο προβλημάτων υγείας στις αρχές της μέσης ηλικίας. Η μόνη εξαίρεση είναι ότι η χρήση κάνναβης συνδέεται με περιοδοντική νόσο».
«Δεύτερον, η χρήση της κάνναβης για έως και 20 χρόνια δεν σχετίζεται με καθαρά μεταβολικά οφέλη (δηλαδή χαμηλότερα ποσοστά μεταβολικού συνδρόμου). Τρίτον, τα αποτελέσματά μας θα πρέπει να ερμηνεύονται στο πλαίσιο προηγούμενων ερευνών που δείχνουν ότι η χρήση κάνναβης συνδέεται με ατυχήματα και τραυματισμούς, βρογχίτιδα, οξεία καρδιαγγειακά συμβάντα, και, ενδεχομένως, λοιμώδη νοσήματα και καρκίνο, καθώς και ψυχοκοινωνικές και πνευματικές επιπτώσεις στην υγεία».
Η μελέτη που διεξήχθη από τη Δρ Madeline Meier του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Αριζόνα χρησιμοποίησε εργαστηριακές μετρήσεις και αναφορές από τα ίδια τα άτομα που συμμετείχαν. Οι ερευνητές παραδέχθηκαν ότι ένα από τα μειονεκτήματά της είναι ότι η χρήση κάνναβης αναφερόταν από τους ίδιους τους συμμετέχοντες.
Τον Φεβρουάριο, μια άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που κάπνιζαν μαριχουάνα σε καθημερινή βάση για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα – πέντε έτη ή περισσότερο – είχαν χειρότερη λεκτική μνήμη στη μέση ηλικία από ό, τι οι άνθρωποι που δεν καπνίζουν ή που κάπνιζαν περιστασιακά.
Η σύνδεση παρέμεινε ακόμα και αφού οι ερευνητές έλαβαν υπόψη τους μια ποικιλία άλλων παραγόντων που είναι γνωστό ότι επηρεάζουν τη γνωστική απόδοση, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας, της εκπαίδευσης, της χρήσης άλλων ουσιών και της κατάθλιψης.