Η λήψη ορμονικών φαρμάκων για έως και 15 χρόνια μειώνει τον κίνδυνο επανεμφάνισης καρκίνου του μαστού, σύμφωνα με μια νέα μελέτη-ορόσημο. Η έρευνα, στην οποία παρακολουθήθηκαν 1.918 ασθενείς, έδειξε ότι ο κίνδυνος μειώθηκε κατά ένα τρίτο.
Οι εμπειρογνώμονες την περιέγραψαν ως πολύ σημαντική και θεωρούν ότι θα αλλάξει τη θεραπεία για εκατομμύρια γυναικών. Παράλληλα όμως, προειδοποίησαν και για τους κίνδυνοι που καραδοκούν από αυτή τη θεραπεία, συμπεριλαμβανομένης της οστεοπόρωσης.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, 1,7 εκατομμύρια γυναίκες διαγιγνώσκονται με καρκίνο του μαστού σε κάθε χρόνο. Περίπου το 80% των όγκων τροφοδοτούνται από τη γυναικεία ορμόνη του σεξ, τα οιστρογόνα και αυτοί οι καρκίνοι έχουν χαμηλό αλλά επίμονο κίνδυνο επανεμφάνισης, που διαρκεί για χρόνια.
Για αυτό το λόγο οι γυναίκες λαμβάνουν ήδη φάρμακα που εμποδίζουν τα οιστρογόνα να εισέλθουν στα κύτταρα του μαστού, ή αναστολείς αρωματάσης, οι οποίοι εμποδίζουν τον οργανισμό να δημιουργήσει οιστρογόνα, για χρόνια μετά την αφαίρεση του όγκου.
Η δοκιμή, η οποία πραγματοποιήθηκε σε μετα-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες, διπλασίασε την περίοδο θεραπείας με αναστολείς αρωματάσης από πέντε σε 10 έτη. Τα δεδομένα, που παρουσιάστηκαν στην Αμερικανική Εταιρεία Κλινικής Ογκολογίας (ASCO), έδειξαν ότι η επανεμφάνιση του καρκίνου μειώθηκε κατά 34%.
Όμως, πολλές γυναίκες που συμμετείχαν είχαν ήδη λάβει άλλα ορμονικά φάρμακα πριν από τους αναστολείς αρωματάσης και επωφελήθηκαν από συνολικά 15 χρόνια θεραπείας.
Ο καθηγητής Paul Goss, ένας από τους ερευνητές από το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, δήλωσε τα εξής: «[Η μελέτη] θα έχει τεράστιο αντίκτυπο, καθώς η μείωση των υποτροπών είναι πολύ σημαντικό εύρημα. Οι αναστολείς αρωματάσης είναι διαθέσιμες σε όλο τον κόσμο και ως εκ τούτου τα αποτελέσματά μας θα βελτιώσουν περαιτέρω την έκβαση των καρκίνων του μαστού σε παγκόσμιο επίπεδο»
Στο τέλος της έρευνας, το 95% των γυναικών που συμμετείχαν ήταν ακόμα χωρίς καρκίνο εάν είχαν λάβει το επιπλέον φάρμακο, σε σύγκριση με το 91% που δεν το είχαν λάβει.
Η μελέτη δεν έδειξε βελτίωση στα ποσοστά επιβίωσης, καθώς οι ασθενείς δεν παρακολουθήθηκαν για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά οι επιστήμονες αναμένουν ότι θα ακολουθήσει και αυτό.
Τα αποτελέσματα, τα οποία έχουν δημοσιευθεί στο New England Journal of Medicine, έχουν ευρέως επαινεθεί ως σημαντικά.