Σε ορισμένες περιπτώσεις οι επαναλαμβανόμενες αποτυχίες εξωσωματικής γονιμοποίησης μπορεί να οφείλονται σε χαμηλή δεκτικότητα του ενδομητρίου ή μη σύμπτωση εμβρυομεταφοράς με το «παράθυρο εμφύτευσης» καθώς και σε πρόβλημα του εμβρύου.
Μερικές γυναίκες που υποβάλλονται σε εξωσωματική γονιμοποίηση αποτυγχάνουν να συλλάβουν παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες με καλής ποιότητας έμβρυα και μη προσδιορίσιμη αιτία. Αυτό ονομάζεται «επαναλαμβανόμενη αποτυχία εμφύτευσης» (RIF), όπου το έμβρυο αδυνατεί να ενσωματωθεί ή εμφυτευθεί στο ενδομήτριο. Μελέτες έχουν δείξει ότι προκαλώντας μικρό τραυματισμό (ερεθισμό) στα τοιχώματα της μήτρας, 25η -26η ημέρα του κύκλου πριν από την έναρξη της διέγερσης των ωοθηκών για εξωσωματική γονιμοποίηση ,αυξάνει της πιθανότητες επίτευξης εγκυμοσύνης έως και 70%. Καλό είναι η υστεροσκόπηση να προηγείται των μεθόδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής , ώστε να εξασφαλίζεται η φυσιολογική ανατομία της μητρικής κοιλότητας, αφαιρώντας τυχόν υπάρχουσες συμφύσεις, πολύποδες κ.λ.π.
Μια σημαντική μέθοδος που δρα υποστηρικτικά στις θεραπείες υπογονιμότητας είναι και η χορήγηση λιποπρωτεΐνης. Ειδικότερα συνίσταται η χρήση της μετά από περισσότερες από μία αποτυχημένες εμβρυομεταφορές. Οι ιατρικές μελέτες που επικεντρώνονται σε γυναίκες με προβλήματα υπογονιμότητας καταδεικνύουν ότι η χορήγηση λιποπρωτεΐνης ενδοφλεβίως καταστέλλει τη δράση των κύτταρων ΝΚ (Natural Killers cells) τα οποία συχνά ενοχοποιούνται για τις ανεξήγητες καθ’ έξιν αποβολές, κάτω από φυσιολογικές συνθήκες από την πρώτη κιόλας εβδομάδα.
Υπολογίζεται ότι το 50% των αποτυχημένων IVF προκαλείται από την αδυναμία εμφύτευσης. Κλινικές μελέτες καταδεικνύουν ότι η έγχυση εντός του ενδομητρίου της γοναδοτροπίνης (HCG) πριν την εμβρυομεταφορά αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα εμφύτευσης του εμβρύου και της επιτυχημένης εγκυμοσύνης.
Γενετική ανίχνευση με την μέθοδο PCR χλαμυδίων και μυκοπλάσματος σε ιστό περιόδου (αίμα περιόδου) ή με βιοψία ενδομητρίου, που επηρεάζει αρνητικά την εμφύτευση των εμβρύων. Χορήγηση θεραπείας εάν χρειάζεται.
Όσον αφορά τον έλεγχο του εμβρύου , η προεμφυτευτική γενετική διάγνωση εφαρμόζεται τα τελευταία χρόνια από τους ειδικούς της υπογονιμότητας, σε συνδυασμό με την εξωσωματική γονιμοποίηση και ανιχνεύει γενετικά νοσήματα του εμβρύου πριν το έμβρυο μεταφερθεί στη μητρική κοιλότητα.
Η βιοψία του εμβρύου γίνεται με τη βοήθεια ειδικής συσκευής Laser που συνδέεται με το μικροσκόπιο και εφαρμόζεται σε διάφορα στάδια κατά την προεμφυτευτική ανάπτυξη του εμβρύου στο εργαστήριο.
Μια χρωμοσωμική ανωμαλία μπορεί να εμποδίσει την εμφύτευση του εμβρύου στη μήτρα μειώνοντας έτσι την πιθανότητα εγκυμοσύνης. Μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά τη φυσιολογική ανάπτυξη του εμβρύου οδηγώντας κατά συνέπεια σε αποβολή. Περισσότερο από το 50% των εμβρύων από γυναίκες 35-40 χρονών παρουσιάζουν χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 90% όταν η γυναίκα έχει περάσει την ηλικία των 40. Επιπλέον , οι ειδικοί πιστεύουν πως η ανευπλοειδία είναι η κύρια αιτία για τις καθ’έξιν αποβολές.
Πρόσφατα με τη μέθοδο του Συγκριτικού Γενομικού Υβριδισμού (CGH-Array), ελέγχονται και τα 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων που έχει το ανθρώπινο κύτταρο. Η νέα αυτή μέθοδος,εφαρμόζεται στη μονάδα μας από το 2011 , σε συνεργασία με κορυφαία κέντρα γενετικής.
Όπως αντιλαμβάνεται κανείς, για ένα αίσιο αποτέλεσμα, επιβάλλεται η εξατομικευμένη θεραπεία, όπως εφαρμόζεται στη μονάδα μας.