Υπογονιμότητα μπορεί να θεωρηθεί η αδυναμία σύλληψης έπειτα από ένα χρόνο κανονικών, χωρίς προφυλάξεις, επαφών. Εάν η γυναίκα δεν έχει ιστορικό κυήσεων, αυτό ονομάζεται «πρωτοπαθής υπογονιμότητα», ενώ αν στο παρελθόν έχει συμβεί εγκυμοσύνη ονομάζεται «δευτεροπαθής».
Το ποσοστό ανεπιτυχούς σύλληψης έπειτα από ένα χρόνο επαφών είναι περίπου 16%, ενώ αν οι επαφές συνεχιστούν και κατά τη διάρκεια του επόμενου έτους, το ποσοστό αυτό θα πέσει στο 8%. Σε γενικές γραμμές, μετά την πάροδο ενός έτους επαφών το ζευγάρι δικαιούται να απευθυνθεί στον ειδικό για συμβουλευτική. Υπάρχουν, βέβαια, περιπτώσεις όπου αυτό πρέπει να συμβεί πολύ νωρίτερα.
Η υπογονιμότητα εμπλέκεται σαφέστατα με την ηλικία, καθώς μετά τα 35 παρατηρείται μια σταδιακή και βαθμιαία μείωση στην γονιμοποιητική ικανότητα της γυναίκας. Αυτό οφείλεται στην προοδευτική μείωση των ωοθυλακίων και στην ακόλουθη μείωση της ποιότητας τους. Η σταδιακή αυτή μείωση του δυναμικού γονιμότητας αντανακλά στην σταδιακή αύξηση της ορμόνης FSH και τη μείωση της ορμόνης AMH , η οποία και είναι ο καλύτερος δείκτης ωοθηκικής επάρκειας. Η χαμηλή ωοθηκική επάρκεια αντιστοιχεί σε χαμηλή ποιότητα των εναπομείναντων ωοθυλακίων. Πράγματι, η πιθανότητα επιτυχίας σε ενδεχόμενη απόπειρα εξωσωματικής γονιμοποίησης φθίνει αναλογικά με την πτώση της ΑΜΗ, ενώ αντίστοιχα αυξάνεται η πιθανότητα αποβολής σε περίπτωση επιτυχούς σύλληψης. Για αυτό και η πραγματική και αδυσώπητη βαθμίδα σύγκρισης της επιτυχίας μιας εξωσωματικής δεν μπορεί να είναι ο αριθμός των ωοθυλακίων που θα δημιουργηθούν και των ωαρίων που θα συλλεχθούν καθώς αυτό, τελικά, έχει μόνο μερικό ενδιαφέρον. Το σημαντικό είναι η δημιουργία μιας κύησης η οποία θα οδηγήσει σε τοκετό (babyhome), δηλ μιας επιτυχούς κύησης.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μια γυναίκα ηλικίας άνω των 35 (και ειδικά άνω των 38) θα πρέπει να ζητήσει συμβουλευτική από τον ειδικό σε διάστημα ανεπιτυχών προσπαθειών σύλληψης μικρότερο του έτους, πιθανότατα έξι μηνών.
Πέραν της ηλικίας, μια γυναίκα θα πρέπει να ζητήσει συνάντηση με τον ειδικό και σε άλλες περιπτώσεις, όπως σε:
- Διαταραχές περιόδου
- Ιστορικό πυελικής φλεγμονής, ειδικότερα χλαμυδιακής ή ιστορικό πυελικού χειρουργείου (αφαίρεση ινομυώματος, κύστης ωοθήκης).
- Ενδομητρίωση (ένας από τους παράγοντες που πρέπει πάντα να διερευνάται στην περίπτωση του υπογόνιμου ζεύγους, καθώς μπορεί να αντιμετωπιστεί χειρουργικά οδηγώντας στην αποκατάσταση της γονιμότητας).
- Γνωστό αντρολογικό πρόβλημα.