Kαναδοί επιστήμονες έχουν αναπτύξει ένα πολλά υποσχόμενο πρωτότυπο εμβολίου για την αντιμετώπιση των χλαμυδίων, όπως δείχνει η έρευνά τους που διεξήχθη σε ποντίκια.

Η έρευνα, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Vaccine, δείχνει ότι τα ποντίκια που έλαβαν την ανοσοποίηση είναι πιο πιθανό να καταπολεμήσουν τη λοίμωξη από το σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα.

Τα χλαμύδια είναι ένα από τα πιο κοινά σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και μια απειλή για τη σεξουαλική υγεία. Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει εμβόλιο που να έχει εγκριθεί για χρήση σε ανθρώπους. Οι ειδικοί υπενθυμίζουν ότι τα προφυλακτικά είναι σήμερα η καλύτερη μορφή προστασίας.

Μια ομάδα ερευνητών από το πανεπιστήμιο McMaster στο Οντάριο του Καναδά, έδωσαν σε ποντίκια δύο δόσεις του εμβολίου, το οποίο χορηγείται μέσω της μύτης.

Όταν τα ζώα αργότερα εκτέθηκαν σε χλαμύδια, τα εμβολιασμένα ποντίκια είχαν λιγότερα αντίγραφα των βακτηριδίων στον οργανισμό τους. Τα ποντίκια της εμβολιασμένης ομάδας είχαν επίσης λιγότερα σημάδια βλάβης στα αναπαραγωγικά τους όργανα.

Ο επικεφαλής της έρευνας, καθηγητής James Mahony, περιέγραψε τα αποτελέσματα ως «πολύ ελπιδοφόρα» και πρόσθεσε: «Θα συνεχίσουμε τη δοκιμή του εμβολίου και σε άλλα ζώα προτού ξεκινήσουμε τις δοκιμές σε ανθρώπους».

Οι ερευνητές ελπίζουν ότι το εμβόλιό τους δεν θα αποτελέσει ασπίδα μόνο για τη σεξουαλική υγεία αλλά θα λειτουργήσει επίσης ενάντια στις μολύνσεις από χλαμύδια στα μάτια – μια κοινή αιτία τύφλωσης στις αναπτυσσόμενες χώρες.

Τα χλαμύδια αποτελούν τη πιο συχνή σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με 3,2 εκατομμύρια διαγνώσεις από το 2005 έως το 2014. Μάλιστα, από το 2010 έως το 2014, τα ποσοστά λοίμωξης από χλαμύδια αυξήθηκαν κατά 5%. Η μετάδοση της λοίμωξης είναι ιδιαίτερα αυξημένη μεταξύ των νέων – το 63% των κρουσμάτων, έχουν ηλικία από 15 έως 24 ετών.

Η λοίμωξη μεταδίδεται ως επί το πλείστον μέσω της σεξουαλικής επαφής, αλλά συχνά δεν παρατηρούνται οποιαδήποτε συμπτώματα, ειδικά στους άνδρες. Ωστόσο, αν δεν αντιμετωπιστούν από νωρίς με αντιβιοτικά, τα χλαμύδια μπορεί να οδηγήσουν σε μακροπρόθεσμα θέματα υγείας, όπως η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου και η υπογονιμότητα.