Μαζική αύξηση της συνταγογράφησης αντικαταθλιπτικών φαρμάκων σε παιδιά σημειώθηκε κατά την τελευταία δεκαετία, αν και περισσότερο από το 40% είναι φάρμακα που έχει αποδειχθεί ότι δεν λειτουργούν και τα οποία μπορεί να έχουν τοξικές παρενέργειες, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Μια μελέτη σχεδόν 360.000 ασθενών ηλικίας από έξι έως 18 ετών στην Ουαλία, διαπίστωσε ότι υπήρξε 28% αύξηση των αντικαταθλιπτικών που δίνονται από παθολόγους, αυξάνοντας τους φόβους για «ιατρικοποίηση» της στεναχώριας και της συνηθισμένης συναισθηματικής αναταραχής που αντιμετωπίζουν οι έφηβοι.
Ωστόσο, οι ερευνητές διευκρίνισαν ότι η αύξηση αυτή θα μπορούσε να σημαίνει ότι πλέον τα παιδιά λαμβάνουν τη βοήθεια που χρειάζονται, χάρη στη μείωση του στίγματος που συνδέεται με τα προβλήματα ψυχικής υγείας.
Περιέργως, ενώ ο αριθμός των συνταγών αντικαταθλιπτικών ανά παιδί, ανά έτος αυξήθηκε, ο αριθμός των διαγνώσεων κατάθλιψης μειώθηκε, το οποίο οι ερευνητές εξηγούν ως σημάδι ότι οι γιατροί προσπαθούσαν να αποφύγουν την κατηγοριοποίηση των νέων ως ψυχικά ασθενών.
Τα κορίτσια είχαν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες από ό, τι τα αγόρια να πάρουν αντικαταθλιπτικά και τα παιδιά από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές είχαν διπλάσιες πιθανότητες να πάρουν αντικαταθλιπτικά, σε σχέση με τα παιδιά από πιο προνομιούχες περιοχές.
Η αύξηση της συνταγογράφησης ήταν πιο έντονη μεταξύ των μεγαλύτερων εφήβων με το επίπεδο να είναι αρκετά σταθερό για τις ηλικίες μεταξύ έξι και 10 ετών.
Η Δρ Ann John, η οποία ηγήθηκε της έρευνας, δήλωσε: «Το κύριο ζήτημα είναι αν συνταγογραφούνται τα φάρμακα με βάσιμους λόγους. Η αύξηση της συνταγογράφησης μπορεί να αντανακλά μια πραγματική αύξηση στην κατάθλιψη και τα συμπτώματά της, αυξημένη ευαισθητοποίηση και καλύτερη αντιμετώπισή της από τους παθολόγους, ανεπαρκή πρόσβαση σε ψυχολογικές θεραπείες και εξειδικευμένη φροντίδα ή ακόμα και αυξημένη αναζήτηση βοήθειας».
Και πρόσθεσε: «Υπάρχουν μια αυξανόμενη συζήτηση για το αν ιατρικοποιούμε τη δυστυχία. Ορισμένα από αυτά τα συναισθήματα είναι μέρος της φυσιολογικής, ανθρώπινης εμπειρίας, είναι μέρος της διαδικασίας ενηλικίωσης».
Απαιτείται περισσότερη έρευνα προκειμένου να ανακαλυφθούν οι λόγοι πίσω από αυτή την αύξηση, σύμφωνα με τη Δρ John, η οποία είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου του Swansea.