Μια νέα μελέτη διαπίστωσε ότι τα μωρά που δεν θηλάζουν ή που διακόπτουν νωρίς τον θηλασμό, δεν έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν κοιλιοκάκη, σε αντίθεση με μία από τις κυριότερες θεωρίες σχετικά με το γιατί τα παιδιά εμφανίζουν δυσανεξία στη γλουτένη.
Το The Teddy Project, μια κοινή προσπάθεια μεταξύ πανεπιστημίων της Σουηδίας, της Φινλανδίας, της Γερμανίας και των ΗΠΑ, μελέτησε την ανάπτυξη περίπου 9.000 παιδιών από τις χώρες των ιδρυμάτων που συμμετέχουν και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατανάλωση τροφίμων που περιέχουν γλουτένη «πολύ νωρίς», επίσης δεν ενεργοποιεί την εμφάνιση της ασθένειας.
Αντιθέτως, αυτό που έχει σημασία είναι η ποσότητα που εισάγεται στην διατροφή των παιδιών, σύμφωνα με την επικεφαλής ερευνήτρια Carin Andrén Aronsson από το πανεπιστήμιο του Lund στη Σουηδία: όσο πιο μεγάλη είναι η ποσότητα τροφίμων με γλουτένη στη διατροφή του παιδιού, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος εμφάνισης δυσανεξίας.
Η απάντηση για την κοιλιοκάκη βρίσκεται στην ποσότητα
«Τα ευρήματά μας δείχνουν ότι η ποσότητα της γλουτένης προκαλεί την πάθηση», δήλωσε η Aronsson. «Η χρονική στιγμή της εισαγωγής της γλουτένης στη διατροφή, από την άλλη πλευρά, δεν φαίνεται να έχει μεγάλη σημασία, σύμφωνα με τα αποτελέσματα των ερευνών μας».
Είναι ακόμα άγνωστοι οι λόγοι για τους οποίους εμφανίζεται η κοιλιοκάκη – μια πάθηση κατά την οποία το λεπτό έντερο είναι υπερευαίσθητο στη γλουτένη – αλλά η έως τώρα έρευνα έχει επικεντρωθεί στις διατροφικές συνήθειες κατά τη νηπιακή ηλικία και σε παράγοντες όπως ο θηλασμός και η γεωγραφική προέλευση. Επί του παρόντος, η μόνη αποτελεσματική θεραπεία για την κοιλιοκάκη είναι η προσήλωση σε μια διατροφή χωρίς γλουτένη.
Η Aronsson και η ομάδα της διαπίστωσαν ότι τα παιδιά που είχαν ημερήσια πρόσληψη γλουτένης περισσότερο από πέντε γραμμάρια πριν από την ηλικία των δύο ετών, είχαν διπλάσιο κίνδυνο ανάπτυξης κοιλιοκάκης σε σύγκριση με τα άλλα παιδιά.
Η έρευνα πρόκειται να επεκταθεί και σε πολλές άλλες χώρες και τα παιδιά που συμμετάσχουν θα παρακολουθούνται για άλλα τρία χρόνια. Η έρευνα θα εξετάσει επίσης το αν τα προβιοτικά και τα ωφέλιμα βακτήρια μπορεί να συμβάλουν στην άμβλυνση των επιπτώσεων της κοιλιοκάκης.