Ο καρκίνος του μαστού αποτελεί το 41% περίπου των επιβιούντων γυναικών με καρκίνο. Με την πρόοδο που έχει σημειωθεί την τελευταία δεκαετία στη διάγνωση και τη θεραπεία, αυξάνονται συνεχώς οι γυναίκες, στις οποίες ο καρκίνος διαγιγνώσκεται σε πρώιμα στάδια, με αποτέλεσμα μακρά επιβίωση ή ίαση.
Πως είναι όμως η ζωή μετά τις αρχικές θεραπείες; Πως πρέπει να γίνεται η παρακολούθηση; Τι μπορεί να κάνει μία ασθενής για να μειώσει τον κίνδυνο υποτροπής;
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας (ASCO), το ιστορικό και η φυσική εξέταση αποτελούν τον βασικό πυλώνα διάγνωσης υποτροπής. Οι ασθενείς πρέπει να εξετάζονται κάθε 3 έως 6 μήνες για τρία χρόνια μετά την θεραπεία, κάθε 6 έως 12 μήνες για τα 2 επόμενα χρόνια και ανά έτος μετά τον 5ο χρόνο, σύσταση, που μπορεί να εξατομικεύεται ανάλογα με την ασθενή και τα επιμέρους χαρακτηριστικά της νόσου.
Κατά την λήψη του ιστορικού, η ασθενής ερωτάται για οποιαδήποτε αλλαγή ή σύμπτωμα έχει προκύψει στο μεσοδιάστημα μεταξύ των επισκέψεων. Η φυσική εξέταση πρέπει να είναι λεπτομερής, να περιλαμβάνει όλα τα συστήματα, με ιδιαίτερη προσοχή στον μαστό και το θωρακικό τοίχωμα, δεδομένης της πιθανότητας τοπικής υποτροπής.
Η ετήσια μαστογραφία είναι η βασική εξέταση παρακολούθησης, για την διάγνωση τοπικών υποτροπών ή νέου πρωτοπαθούς νεοπλάσματος στον ίδιο ή τον άλλο μαστό. Η μαγνητική μαστογραφία και το υπερηχογράφημα δεν συνιστώνται σαν εξετάσεις ρουτίνας, παρά μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις αμφισβητίσημης μαστογραφίας. Η μέτρηση οστικής πυκνότητας συνιστάται σε ασθενείς άνω των 65 ή με ιστορικό οστεοπόρωσης ή σε χορήγηση ορμονοθεραπείας με αναστολείς της αρωματάσης.
Στην διαδικασία της Γενετικής Συμβουλευτικής πρέπει να υποβάλλονται όλες οι ασθενείς κατά την έναρξη ή την συνέχιση της παρακολούθησης. Ο εργαστηριακός έλεγχος, η ακτινογραφία θώρακος, το σπινθηρογράφημα οστών και αξονικές τομογραφίες θώρακος ή κοιλίας δεν συνιστώνται στην παρακολούθηση ασυμπτωματικών ατόμων δεδομένου ότι δεν βελτιώνουν την συνολική επιβίωση με βάση τα στοιχεία έγκυρων μελετών. Οι καρκινικοί δείκτες, όπως οι CEA, CA 15-3, είναι χρήσιμοι δείκτες για την παρακολούθηση της ανταπόκρισης στην θεραπεία και την παρακολούθηση κυρίως της μεταστατικής νόσου.
Οι ασθενείς ρωτούν συχνά τι μπορούν ή τι πρέπει να κάνουν για να βελτιώσουν την έκβαση της νόσου. Παρεμβάσεις και αλλαγές του τρόπου ζωής, μπορούν ενδεχομένως να συμβάλλουν σημαντικά στην βελτίωση της συνολικής πρόγνωσης.
Ο καρκίνος του μαστού επηρεάζεται από τον τρόπο ζωής
Υπάρχουν σχετικά ασθενείς ενδείξεις ότι η μείωση των λιπαρών στο διαιτολόγιο βελτιώνει την έκβαση στον πρώιμο καρκίνο. Αρκετές μελέτες παρατήρησης έδειξαν ότι μία μέτρια φυσική δραστηριότητα και άσκηση μετά την διάγνωση και την θεραπεία, συνοδεύεται από καλύτερη επιβίωση σε σχέση με γυναίκες, που δεν ασκούνται. Αυτό φάνηκε και σε ανασκόπηση 8 προοπτικών μελετών παρατήρησης. Η άσκηση βελτιώνει την φυσική κατάσταση, το άγχος, την κατάθλιψη, την εικόνα του σώματος και επομένως την ποιότητα ζωής. Δεν υπάρχει σαφής ομοφωνία ως προς την καλύτερη μέθοδο άσκησης.
Η παχυσαρκία κατά την διάγνωση, φαίνεται από μεγάλες μελέτες, ότι είναι βασικός παράγοντας κινδύνου για τον καρκίνο του μαστού, κυρίως για τις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με θετικούς ορμονικούς υποδοχείς. Η επίπτωση της αύξησης ή της μείωσης του σωματικού βάρους μετά τη διάγνωση αποτελούν αντικείμενο περαιτέρω έρευνας. Η διακοπή ή αποφυγή καπνίσματος και ο περιορισμός της λήψης οινοπνεύματος συνιστάται έντονα σε όλες τις ασθενείς.
Η διατήρηση της γονιμότητας και η εγκυμοσύνη αποτελούν σημαντικό κεφάλαιο της ζωής μετά την διάγνωση και θεραπεία του καρκίνου του μαστού. Πολλοί ειδικοί συνιστούν την αποφυγή εγκυμοσύνης για δύο χρόνια μετά την διάγνωση και για τις γυναίκες υπό ορμονικό χειρισμό με ταμοξιφαίνη αναμονή 3 μηνών από την διακοπή του φαρμάκου πριν από την σύλληψη. Δεδομένης της πιθανότητας επηρεασμού της γονιμότητας μετά από χημειοθεραπεία, συνιστάται η διατήρηση ωαρίου πριν από την έναρξη της θεραπείας σε νέες γυναίκες, με πρώιμο καρκίνο, που επιθυμούν τεκνοποίηση.
Ο καρκίνος του μαστού θεωρείται πλέον χρόνια πάθηση και σε πολλές περιπτώσεις θεραπεύσιμος. Είναι σημαντική η σωστή παρακολούθηση, χωρίς υπερβολές στην διενέργεια άσκοπων και ίσως επιβαρυντικών για την υγεία και την οικονομία εξετάσεων, καθώς και η υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου ζωής.
Δρ Χρήστος Πανόπουλος
Παθολόγος-Ογκολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών, Διευθυντής Ογκολογικού Τμήματος Ευρωκλινικής Αθηνών, Τ. Διευθυντής Νοσοκομείου «Άγιος Σάββας»