Παρά τη φήμη που υπάρχει ότι η χρήση κάνναβης προκαλεί… λιγούρα, η συστηματική χρήση της σε μεγάλες ποσότητες συνδέεται στην πραγματικότητα με μείωση του σωματικού βάρους και ασθενέστερα οστά τα οποία είναι πιο εύκολο να υποστούν κατάγματα, σύμφωνα με μια νέα μελέτη.

Οι ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου εστίασαν σε 170 τακτικούς χρήστες της ουσίας για ψυχαγωγικούς λόγους και 114 μη χρήστες. Η προσεκτική εξέταση των οστών τους έδειξε ότι οι «φανατικοί» χρήστες – οι οποίοι είχαν καπνίσει κάνναβη αρκετές χιλιάδες φορές στη ζωή τους – είχαν οστά με πυκνότητα 5% χαμηλότερη σε σύγκριση με τους καπνιστές τσιγάρων.

Είχαν επίσης υψηλότερο ποσοστό καταγμάτων, αν και αυτή η επίδραση δεν παρατηρήθηκε σε περιστασιακούς χρήστες, όπως ορίζονται εκείνοι οι οποίοι είχαν κάνει χρήση κάνναβης κατά μέσο όρο 1.000 φορές στη διάρκεια της ζωής τους.

Ο επικεφαλής της έρευνας, καθηγητής Stuart Ralston, του Κέντρου Γονιδιωματικής και Πειραματικής Ιατρικής του πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, δήλωσε: «Είναι γνωστό εδώ και καιρό ότι τα συστατικά της κάνναβης μπορεί να επηρεάσουν τη λειτουργία των κυττάρων στα οστά, αλλά δεν είχαμε ιδέα έως τώρα τι μπορεί να σημαίνει αυτό για τους ανθρώπους που κάνουν χρήση κάνναβης σε τακτική βάση».

Ποιο είναι το πόρισμα της έρευνας για την επίδραση της κάνναβης στα οστά;

«Η έρευνά μας έδειξε ότι οι συστηματικοί χρήστες κάνναβης έχουν μια αρκετά μεγάλη μείωση στην οστική πυκνότητα σε σύγκριση με τους μη χρήστες. Υπάρχει μια πραγματική ανησυχία ότι αυτό μπορεί να τους θέσει σε αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης οστεοπόρωσης και καταγμάτων αργότερα στη ζωή».

Η δήλωση που εξέδωσε το πανεπιστήμιο σχετικά με την έρευνα ανέφερε ότι η χρήση κάνναβης «συχνά συνδέεται με αυξημένη όρεξη, έτσι οι ερευνητές διαπίστωσαν με έκπληξη ότι οι χρήστες που έκαναν βαριά χρήση κάνναβης είχαν χαμηλότερο σωματικό βάρος και δείκτη μάζας σώματος από τους μη-χρήστες. Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει επειδή η κάνναβη μπορεί να μειώσει την όρεξη, όταν γίνεται χρήση της σε μεγάλες ποσότητες και για μεγάλο χρονικό διάστημα».

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση American Journal of Medicine.