Παχύσαρκος ήταν ένας στους έξι ενήλικους Ευρωπαίους το 2014, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για τη δημόσια υγεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα.
Συγκεκριμένα, το 2014 το ποσοστό του πληθυσμού άνω των 18 ετών στην ΕΕ που ήταν παχύσαρκο ανέρχεται στο 15,9%, ενώ στην Ελλάδα φτάνει το 17,3%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η παχυσαρκία είναι περισσότερο διαδεδομένη στους άντρες (16,1% στην ΕΕ, έναντι 18,3% στην Ελλάδα) και λιγότερο στις γυναίκες (15,7% στην ΕΕ, έναντι 16,4% στην Ελλάδα).
Επιπλέον, παρατηρείται αύξηση των ποσοστών της παχυσαρκίας όσο αυξάνεται η ηλικία του πληθυσμού και μείωση όσο μεγαλύτερο είναι το μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού.
Ειδικότερα στην Ελλάδα, τα ποσοστά παχυσαρκίας αυξάνονται από 4,2% σε ηλικίες 18 ως 24 ετών, σε 9% μεταξύ 25 και 34 ετών, σε 15,3% μεταξύ 35 και 44 ετών, σε 22,4% μεταξύ 45 και 64 ετών και σε 25,2% μεταξύ 65 και 74 ετών. Από τα 75 και μετά το ποσοστό παχυσαρκίας μειώνεται στο 18%.
Επίσης, στην Ελλάδα παχύσαρκο είναι το 22,3% του πληθυσμού με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, το 14,4% με μέσο επίπεδο εκπαίδευσης και το 13,4% με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην ΕΕ είναι 19,9%, 16% και 11,5%.
Τα χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας καταγράφονται στη Ρουμανία (9,4%), στην Ιταλία (10,7%), στην Ολλανδία (13,3%), στο Βέλγιο και τη Σουηδία (14%).
Στον αντίποδα, τα υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας καταγράφονται στη Μάλτα (26%), στη Λετονία (21,3%), στην Ουγγαρία (21,2%), στην Εσθονία (20,4%) και στη Μ. Βρετανία (20,1%).
Σημειώνεται ότι παχύσαρκος θεωρείται κάποιος με Δείκτη Μάζας Σώματος (BMI) μεγαλύτερο του 30.