Η μείωση της αίσθησης της όσφρησης θα μπορούσε να είναι το πρώτο σημάδι της νόσου του Αλτσχάιμερ και όχι η απώλεια μνήμης, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Ερευνητές στο Γενικό Νοσοκομείο Μασαχουσέτης στις ΗΠΑ έχουν αναπτύξει μια μέθοδο που μπορεί να εντοπίσει τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου με βάση την ικανότητα του ανθρώπου να αναγνωρίζει και να θυμάται τις μυρωδιές. Αν και αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που η ελλιπής όσφρηση έχει διερευνηθεί ως σύμπτωμα της νόσου του Αλτσχάιμερ, δεν υπήρξαν έως τώρα πειστικές αποδείξεις.
Ο επικεφαλής ερευνητής Δρ Marc Albers όμως προχωρεί ακόμη περισσότερο, υποστηρίζοντας ότι μια αλλοίωση της αίσθησης της όσφρησης που προκαλείται από το Αλτσχάιμερ θα μπορούσε να ανιχνευθεί ακόμη και μια δεκαετία προτού ο ασθενής αρχίσει να βιώνει απώλεια μνήμης.
«Υπάρχουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι ο νευροεκφυλισμός που προκαλεί η νόσος του Αλτσχάιμερ ξεκινά τουλάχιστον 10 χρόνια πριν από την έναρξη της απώλειας μνήμης», λέει.
Η μελέτη σε 183 ασθενείς που θεωρείται ότι έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου, διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι με πρώιμα σημάδια της νόσου του Αλτσχάιμερ ήταν λιγότερο πιθανό να είναι σε θέση να προσδιορίσουν ή να αναγνωρίσουν εύκολα μυρωδιές.
Στα τεστ, οι συμμετέχοντες ελέγχθηκαν αρχικά για το πόσο καλά μπορούσαν να ξεχωρίσουν 10 διαφορετικές οσμές – μέντα, γαρύφαλλο, δέρμα, φράουλα, πασχαλιά, ανανά, καπνό, σαπούνι, σταφύλι και λεμόνι. Έπειτα, τους ζητήθηκε να επιλέξουν με ποιες ήταν εξοικειωμένοι και να βρουν το όνομά τους. Στη συνέχεια, τους δόθηκε ένα ερωτηματολόγιο σχετικό με τις μυρωδιές που μόλις είχαν μυρίσει, για να ελεγχθεί η ευαισθησία στις οσμές και η μνήμη τους για αυτές.
Ως αποτέλεσμα, η μελέτη ήταν σε θέση να προσδιορίσει τους συμμετέχοντες των οποίων η εγκεφαλική τομογραφία έδειξε τα πρώτα ξεκάθαρα σημάδια της νόσου του Αλτσχάιμερ, απλά και μόνο με βάση την αίσθηση της όσφρησης.
«Είναι γνωστό ότι η έγκαιρη διάγνωση και παρέμβαση είναι πιθανό να αποτελούν την πιο αποτελεσματική θεραπευτική στρατηγική για τη νόσο του Αλτσχάιμερ – η πρόληψη της έναρξης ή της εξέλιξης των συμπτωμάτων», είπε ο Albers. «Αν αυτά τα αποτελέσματα συνεχίσουν να ισχύουν σε συμπληρωματικές έρευνες, αυτό το είδος οικονομικού, μη επεμβατικού ελέγχου θα μπορούσε να μας βοηθήσει να εντοπίσουμε όσους κινδυνεύουν από τη νόσο».