Η αδυναμία του οργανισμού να αποθηκεύσει το λίπος που περισσεύει με ασφάλεια στο σώμα αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού επεισοδίου, σύμφωνα με έρευνα του πανεπιστημίου του Κέμπριτζ.
Μια μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε στοιχεία από 200.000 ανθρώπους έδειξε ότι όσοι είχαν μια συγκεκριμένη παραλλαγή στη γενετική τους δομή, ήταν λιγότερο πιθανό να αποθηκεύουν υποδόριο λίπος στο κάτω μέρος του σώματος. Αυτό το γεγονός μπορεί να οδηγήσει το σώμα να γίνει ανθεκτικό στην ορμόνη ινσουλίνη.
Οι επιστήμονες αναφέρουν ότι τα ευρήματά τους εξηγούν γιατί ακόμα και λεπτοί άνθρωποι που τρώνε πάρα πολύ και κάνουν καθιστική ζωή βρίσκονται σε κίνδυνο. Και πρόσθεσαν ότι η υγιεινή διατροφή και η σωματική άσκηση είναι σημαντικοί παράγοντες καλής υγείας, ανεξάρτητα από το σωματικό βάρος.
Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που ελέγχει τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα. Όταν το σώμα γίνεται ανθεκτικό σε αυτήν, τα επίπεδα των σακχάρων και των λιπιδίων στο αίμα ανεβαίνουν, αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη και καρδιακής νόσου. Ωστόσο, ακόμη δεν έχει καθοριστεί γιατί προκαλείται η αντίσταση στην ινσουλίνη και γιατί ορισμένοι άνθρωποι την εμφανίζουν όταν αποκτούν υπερβολικό βάρος, ενώ άλλοι όχι.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι το 43% των ατόμων που αναπτύσσουν διαβήτη τύπου 2 είναι παχύσαρκοι, το 43% είναι υπέρβαροι και το 14% έχουν φυσιολογικό βάρος.
Η μελέτη του Κέμπριτζ, που δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Nature Genetics, διαπίστωσε ότι ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού έχει κληρονομήσει κάποιες από τις 53 διαφορετικές γενετικές παραλλαγές που αναστέλλουν την αποθήκευση του λίπους με ασφάλεια κάτω από το δέρμα, ιδιαίτερα στο κάτω μέρος του σώματος. Το αποτέλεσμα είναι ότι το λίπος είναι πιο πιθανό να καταλήξει στην κυκλοφορία του αίματος ή να αποθηκευθεί μέσα και γύρω από τα όργανα του σώματος.
Η μελέτη κατέληξε ότι οι άνθρωποι που έχουν περισσότερο από αυτό το γενετικό υλικό είναι σε πολύ μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2, ασχέτως με τον Δείκτη Μάζας Σώματός τους.
Στο 20% του πληθυσμού με τον υψηλότερο αριθμό αυτών των γενετικών παραλλαγών, ο κίνδυνος διαβήτη αυξήθηκε κατά 39%, σε σύγκριση με το 20% του πληθυσμού με τον χαμηλότερο γενετικό κίνδυνο.
Οι άνθρωποι με προβλήματα αποθήκευσης του λίπους μπορεί να οδηγηθούν σε συσσώρευσή του μέσα και γύρω από το ήπαρ, το πάγκρεας και τους μύες, όπου προκαλεί αντίσταση στην ινσουλίνη και τελικά διαβήτη τύπου 2.