Οι επιστήμονες ανακάλυψαν τον θεμελιώδη λόγο για τον οποίο ορισμένοι άνθρωποι γίνονται δυσλεκτικοί, απ’ ό,τι φαίνεται.
Χρησιμοποιώντας μαγνητικές τομογραφίες για να παρακολουθήσουν τον εγκέφαλο ανθρώπων που παρουσιάζουν δυσλεξία και ανθρώπων που δεν παρουσιάζουν, οι ερευνητές βρήκαν μια σημαντική διαφορά στις αποκρίσεις τους σε μια σειρά από οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα.
Ο εγκέφαλος των ανθρώπων χωρίς δυσλεξία μπορούσε να αναγνωρίσει επαναλαμβανόμενες λέξεις ή εικόνες με μια διαδικασία γνωστή ως «νευρική προσαρμογή», όμως ο εγκέφαλος των δυσλεξικών εμφάνιζε χαμηλότερα επίπεδα «πλαστικότητας».
Οι ερευνητές έμειναν έκπληκτοι ανακαλύπτοντας ένα τέτοιο ευρύ φάσμα επιδράσεων, αλλά εικάζουν ότι η δυσλεξία εμφανίζεται μόνο όταν οι άνθρωποι προσπαθούν να διαβάσουν, διότι είναι μια σχετικά απαιτητική διαδικασία.
Ενώ οι άνθρωποι έχουν εξελιχθεί ώστε να είναι καλοί στη λεκτική επικοινωνία, το γράψιμο είναι ένα σχετικά πρόσφατο φαινόμενο στην ιστορία μας, ειδικά ως κάτι που κάνει η πλειοψηφία του πληθυσμού (όχι πολλά χρόνια νωρίτερα, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν γνώριζαν γραφή και ανάγνωση).
Ένας από τους ερευνητές, ο καθηγητής John Gabrieliαπό το MΙΤ, είπε: «Μπορούμε να μάθουμε από την πρώτη φορά που κάνουμε κάτι, γεγονός που μας βοηθάει να το κάνουμε καλύτερα τη δεύτερη φορά – η ευκολία αυτή χαρακτηρίζεται από μειωμένη νευρική δραστηριότητα. Επειδή έχετε κάνει κάτι πριν, είναι πιο εύκολο να το ξανακάνετε».
Η εξέταση του εγκεφάλου ατόμων με δυσλεξία όμως, έδειξε ότι αυτή η διαδικασία προσαρμογής δεν ήταν τόσο αποτελεσματική – οι εγκέφαλοί τους εργάζονταν περισσότερο ασκείται για να κατανοήσουν τις ίδιες πληροφορίες, ανέφεραν οι ερευνητές στο περιοδικό Neuron.
Ο καθηγητής Gabrieli είπε: «Υπάρχουν διαφορετικοί λόγοι ότανδυσκολεύεται κάποιος να διαβάσει, αλλά και για πολλά άτομα με δυσλεξία υποψιαζόμαστε ότι θα μπορούσε να είναι αυτός ο βασικός – η ευρύτερη μείωση της πλαστικότητας του εγκεφάλου που εμφανίζεται όταν οι απαιτήσεις για προσαρμοστικότητα είναι υψηλότερες».
Πρόσθεσε επίσης ότι η μελέτη προτείνει έναν πιθανό νέο τρόπο για να ανακουφίσει τις επιπτώσεις της δυσλεξίας με την τεχνητή αύξηση της πλαστικότητας του εγκεφάλου. Ωστόσο, ο καθηγητής Gabrieli είπε ότι οι τεχνικές που χρησιμοποιούνται για να γίνει αυτό – μέσω ηλεκτρομαγνητικής διέγερσης του εγκεφάλου –είναι ακόμη σε πειραματικό στάδιο και δεν έχουν δοκιμαστεί ως προς την αποτελεσματικότητά τουςγια τη δυσλεξία.
«Θα θέλαμε να έχει αποτελέσματαπου θα βοηθήσουν τους ανθρώπους, αλλά είμαστε μακριά ακόμη», είπε.
Ο καθηγητής Tyler Perrachione από το πανεπιστημίου της Βοστώνης και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, δήλωσε: «Η προσαρμογή είναι κάτι που ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί για να κάνει τις δύσκολες εργασίες ευκολότερες, αλλά οι δυσλεξικοί δεν έχουν αυτό το πλεονέκτημα. Είμαι έκπληκτος από το μέγεθος της διαφοράς. Σε άτομα χωρίς δυσλεξία, βλέπουμε πάντα το φαινόμενο της προσαρμογής, αλλά στους δυσλεκτικούς η έλλειψη προσαρμογής ήταν συχνά πολύ έντονη».
Η δυσλεξία, πέρα από το γεγονός ότι κάνει την ανάγνωση και την ορθογραφία πιο δύσκολες, μπορεί να επηρεάσει τη βραχυπρόθεσμη μνήμη, τη μαθηματική σκέψη και τον συντονισμό. Ωστόσο, δεν επηρεάζει τη γενική νοημοσύνη ή τη λογική.