Οι επιστήμονες έχουν κάνει ένα«μνημειώδες άλμα προς τα εμπρός» στη θεραπεία του καρκίνου του παγκρέατος, μετά την ανακάλυψη ότι χρησιμοποιώντας δύο φάρμακα μαζί βελτιώνονται δραματικά οι πιθανότητες των ασθενών να επιβιώσουν περισσότερο από πέντε χρόνια μετά τη διάγνωση.
Ο συγκεκριμένος καρκίνος είναι ένας από τους δυσκολότερους για θεραπεία και, κατά συνέπεια, έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης ασθενών.
Σε κλινικές δοκιμές, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το 29% των ασθενών που έλαβαν δύο φάρμακα χημειοθεραπείας, γεμσιταβίνη και καπεσιταβίνη, ήταν ακόμη εν ζωή πέντε χρόνια μετά τη διάγνωση της ασθένειας. Οι επιστήμονες είπαν ότι η νέα μορφή της θεραπείας θα μπορούσε να διπλασιάσει τον αριθμό των ασθενών που θα ζούσαν τόσο πολύ.
Ο κυπριακής καταγωγής καθηγητής του πανεπιστημίου του Λίβερπουλ Τζον Νεοπτόλεμος, ο οποίος ηγήθηκε της έρευνας, δήλωσε: «Αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις, για την παράταση της επιβίωσης των ασθενών με καρκίνο του παγκρέατος, όλων των εποχών. Όταν αυτός ο συνδυασμός γίνει το νέο πρότυπο για την περίθαλψη, θα δώσει σε πολλούς ασθενείς που ζουν με τη νόσο πολύτιμους μήνες ή ακόμη και χρόνια».
Στις δοκιμές οι επιστήμονες διαπίστωσαν επίσης ότι το 16% των ασθενών που έλαβαν μόνο γεμσιταβίνη ήταν ακόμη εν ζωή πέντε χρόνια αργότερα.
Ο καθηγητής Peter Johnson από την οργάνωση Cancer Research UK, δήλωσε ότι ο ιατρικός κόσμος «χρειάζεται επειγόντως νέους τρόπους για τη θεραπεία και τη διαχείριση της νόσου», η οποία όπως είπε είναι «εμφανώς δύσκολο να αντιμετωπιστεί».
«Οι έρευνες που μας λένε περισσότερα για το πώς η ασθένεια αναπτύσσεται και εξαπλώνεται -και κλινικές δοκιμές όπως αυτή- θα είναι το κλειδί για τη μεγαλύτερη επιβίωση των ασθενών που ζουν με την ασθένεια», είπε.
«Υπάρχουν ακόμη μεγάλα άλματα που πρέπει να γίνουν, αλλά το Cancer Research UK επενδύει σημαντικά στην έρευνα για να αντιμετωπίσει τον καρκίνο του παγκρέατος και είμαστε στο σημείο που μόλις τώρα αρχίζουμε να βλέπουμε αποτελέσματα».
Οι λεπτομέρειες για τις κλινικές δοκιμές που πραγματοποιήθηκαν, δημοσιεύθηκαν στην επιθεώρηση «The Lancet Medical Journal».