Η συνεχής και ασυλλόγιστη κατανάλωση τροφίμων μπορεί να αντιμετωπιστεί με ηλεκτρική διέγερση συγκεκριμένων τμημάτων του εγκεφάλου, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας νέας έρευνας.
Η μη επεμβατική τεχνική μπορεί να μειώσει τα βασικά συμπτώματα της νευρικής βουλιμίας, μιας από τις πλέον επικίνδυνες διατροφικές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένων της ψυχαναγκαστικής κατανάλωσης τροφής και της αποφυγής πρόσληψης τροφής, λένε οι επιστήμονες.
Η βουλιμία χαρακτηρίζεται από ένα φαύλο κύκλο ψυχαναγκαστικού φαγητό και εμετού, ακραίας δίαιτας ή κατάχρηση φαρμάκων.
Για την πραγματοποίηση της μελέτης, 39 πάσχοντες από τη διαταραχή υποβλήθηκαν σε μια διαδικασία που ονομάζεται διακρανιακός ηλεκτρικός ερεθισμός (TDCs), η οποία χρησιμοποιεί ηλεκτρόδια που τοποθετούνται στο κεφάλι για τη διέγερση στοχευμένων περιοχών του εγκεφάλου. Τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με αυτά από ένα εικονικό φάρμακο.
Τα συμπτώματα της βουλιμίας μειώθηκαν σημαντικά από τη θεραπεία TDCs, η οποία μείωσε τη βαθμολογία σε μια κλίμακα μέτρησης της ψυχαναγκαστικής κατανάλωσης φαγητού κατά 31%.
Η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ Maria Kekic, από το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας & Νευροεπιστήμης στο King’s College του Λονδίνου, δήλωσε: «Η μελέτη μας δείχνει ότι μια μη επεμβατική τεχνική διέγερσης του εγκεφάλου καταστέλλει την ανάγκη για ακατάσχετη κατανάλωση φαγητού και μειώνει τη σοβαρότητα άλλων κοινών συμπτωμάτων που εμφανίζονται σε άτομα με νευρική βουλιμία, τουλάχιστον προσωρινά».
«Πιστεύουμε ότι το κάνει αυτό με τη βελτίωση του γνωστικού έλεγχο πάνω στα ψυχαναγκαστικά χαρακτηριστικά της διαταραχής. Παρά το γεγονός ότι αυτά είναι ήπια, πρώιμα συμπεράσματα, υπάρχει σαφής βελτίωση στα συμπτώματα και τις ικανότητες λήψης αποφάσεων μετά από μία μόνο συνεδρία της TDCs».
«Με ένα μεγαλύτερο δείγμα και πολλαπλές συνεδρίες θεραπείας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, είναι πιθανό η βελτίωση να είναι ακόμη μεγαλύτερη. Αυτό είναι κάτι που επιθυμούμε να εξερευνήσουμε σε μελλοντικές μελέτες», κατέληξε η ερευνήτρια.
Η βουλιμία εμφανίζεται συνήθως στην εφηβεία και είναι πολύ πιο πιθανό να αναπτυχθεί στις γυναίκες. Θεωρείται ότι έως 2% των γυναικών βιώνουν τη διαταραχή σε κάποια φάση της ζωής τους. Η διαταραχή σχετίζεται με πολλαπλές ιατρικές επιπλοκές και έως 4% των πασχόντων πεθαίνουν πρόωρα.