Μια διεθνής ομάδα επιστημόνων υποστηρίζει ότι η εξέταση του εγκεφάλου των εφήβων μπορεί να βοηθήσει στην πρόβλεψη του εάν θα έχουν προβλήματα με τα ναρκωτικών στο μέλλον.
Η ομάδα εξέτασε εφήβους που ήταν γενικά πιο παρορμητικοί από τους συνομηλίκους τους – ένα χαρακτηριστικό που μερικές φορές συνδέεται με τη χρήση ναρκωτικών. Οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι οι έφηβοι που εμφάνιζαν ένα συγκεκριμένο μοτίβο δραστηριότητας στις σαρώσεις του εγκεφάλου τους, είχαν περισσότερες πιθανότητες να κάνουν κατάχρηση ναρκωτικών.
Για τη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Nature Communications, οι επιστήμονες ζήτησαν από 144 εφήβους που δεν είχαν χρησιμοποιήσει στο παρελθόν ναρκωτικά, να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια και να πάρουν μέρος σε τεστ συμπεριφοράς, για να αξιολογήσουν πόσο παρορμητικοί ήταν και πόσο τους έλκυε να δοκιμάσουν νέα πράγματα.
Οι ερευνητές στη συνέχεια πραγματοποίησαν μια σειρά από τομογραφίες εγκεφάλου στους συμμετέχοντες, την ώρα που εκείνοι εκτελούσαν δοκιμασίες που θα μπορούσαν να τους αποφέρουν χρηματικά έπαθλα. Οι δοκιμές είχαν σχεδιαστεί για να δουν πώς συγκεκριμένα μέρη του εγκεφάλου ανταποκρίνονταν στην προοπτική της ανταμοιβής.
Ανακάλυψαν ότι εκείνοι οι έφηβοι που είχαν μικρότερη δραστηριότητα σε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου κατά τη διάρκεια αυτών των δοκιμών, είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν προβλήματα με τα ναρκωτικά, δύο χρόνια αργότερα.
Μια θεωρία πίσω από αυτό, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι ότι οι έφηβοι που είναι πιο πιθανό να πάρουν ναρκωτικά, έχουν μικρότερο κίνητρο για παραδοσιακές ανταμοιβές, όπως τα χρήματα και μεγαλύτερο κίνητρο για λιγότερο συμβατικές ανταμοιβές.
Ο καθηγητής Brian Knutson, από το Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, είπε ότι ελπίζει πως με περισσότερη έρευνα, αυτοί οι τύποι των δοκιμών θα μπορούσαν να βοηθήσουν στον εντοπισμό ευάλωτων εφήβων, ώστε να τους προσφερθεί βοήθεια προτού προκύψουν προβλήματα.
Ο καθηγητής Derek Hill, του University College του Λονδίνου, δήλωσε ότι η μελέτη ήταν «ενδιαφέρουσα» με προσεκτική συλλογή και ανάλυση δεδομένων, αλλά διευκρίνησε ότι οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη ήταν ακόμη σε πειραματικό στάδιο και πρόσθεσε: «Επομένως, είναι σημαντικό αποτελέσματα όπως αυτό να επαναληφθούν και σε ξεχωριστές μελέτες».