Οι άνθρωποι που ξυπνούν τη νύχτα με έντονη επιθυμία να επισκεφτούν την τουαλέτα μπορεί να χρειάζεται να ελαττώσουν το αλάτι στη διατροφή τους, σύμφωνα με τις προειδοποιήσεις γιατρών από την Ιαπωνία.

Το πρόβλημα – που ονομάζεται νυκτουρία – το οποίο πλήττει κυρίως τους ανθρώπους άνω των 60 ετών, οδηγεί σε διακοπή του ύπνου και μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη ζωή των ανθρώπων.

Σε μια μελέτη περισσότερων από 300 εθελοντών, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η μειωμένη πρόσληψη αλατιού βοήθησε τους ανθρώπους να ουρούν λιγότερο. Οι ερευνητές, από το Πανεπιστήμιο του Ναγκασάκι, παρουσίασαν τα ευρήματά τους στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ουρολογίας στο Λονδίνο.

Οι ερευνητές εξέτασαν ασθενείς που είχαν υψηλή πρόσληψη αλατιού και προβλήματα στον ύπνο για τρεις μήνες, αφού τους έδωσαν συμβουλές για να ελαττώσουν το αλάτι στη διατροφή τους. Κατά μέσο όρο, οι επισκέψεις στην τουαλέτα έπεσαν από περισσότερες από δύο φορές κάθε νύχτα σε μόνο μία. Αυτό συνέβη το βράδυ και κατά τη διάρκεια της ημέρας, με την ποιότητα της ζωής τους να βελτιώνεται σημαντικά.

Αντίθετα, τα 98 άτομα στη μελέτη που κατέληξαν να τρώνε περισσότερο αλάτι από το κανονικό βρέθηκε ότι πήγαιναν στην τουαλέτα πιο συχνά κατά τις νυκτερινές ώρες.

Ο συγγραφέας της μελέτης Δρ MatsuoTomohiro είπε ότι απαιτούνται μεγαλύτερες μελέτες για να επιβεβαιωθεί η σχέση μεταξύ κατανάλωσης αλατιού και νυκτουρίας, αλλά τα αποτελέσματα θα μπορούσαν να προσφέρουν βοήθεια για τους ηλικιωμένους.

«Η μελέτη αυτή προσφέρει ελπίδες ότι μια απλή τροποποίηση της διατροφής μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής για πολλούς ανθρώπους», είπε.

Ο καθηγητής Marcus Drake, ένας ειδικός στη νυκτουρία από το Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, δήλωσε ότι η ποσότητα αλατιού που καταναλώνουν οι άνθρωποι δεν θεωρείται γενικά ότι ότι είναι η αιτία της νυκτουρίας. Συνήθως, οι γιατροί τείνουν να εστιάζουν στον όγκο του νερού που πίνουν οι ασθενείς πριν από τον ύπνο και στα προβλήματα της ουροδόχου κύστης και του προστάτη (για τους άνδρες), όπως είπε.

«Εδώ έχουμε μια χρήσιμη μελέτη που δείχνει πώς θα πρέπει να εξετάσουμε όλες τις επιρροές, για να έχουμε καλύτερες πιθανότητες για τη βελτίωση του συμπτώματος».