Οι διαφωνίες για τον θερμοστάτη του γραφείου είναι μέρος της καθημερινής ζωής: κάποιοι πάντα αισθάνονται ότι κρυώνουν, ενώ κάποιοι άλλοι πάντα διαμαρτύρονται ότι ζεσταίνονται.
Αλλά μια νέα ακαδημαϊκή μελέτη προτείνει ότι η εγκατάλειψη του συνηθισμένου συμβιβασμού στους 21 έως 22 βαθμούς Κελσίου θα μπορούσε να βοηθήσει στη μείωση της παχυσαρκίας και του διαβήτη, καθώς τόσο οι χαμηλότερες όσο και οι υψηλότερες θερμοκρασίες αυξάνουν τον μεταβολισμό του σώματος.
Για παράδειγμα, μερικές εβδομάδες εργασίας σε «ήπια κρύο» περιβάλλον, θα μπορούσε να έχουν επίδραση στον διαβήτη συγκρίσιμη με τα «καλύτερα διαθέσιμα» φάρμακα και τις τεχνικές άσκησης, όπως ανέφεραν οι ερευνητές.
Τόνισαν επίσης την ιστορική αύξηση των θερμοκρασιών που θεωρούνται άνετες στα σπίτια και τα γραφεία κατά τη διάρκεια του χειμώνα και τη μείωση τους κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Για παράδειγμα, μια ολλανδική εφημερίδα του 1872 ανέφερε ότι μια άνετη θερμοκρασία δωματίου ήταν μεταξύ 13 oC και 15 oC.
Ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, καθηγητής Wouter van Marken Lichtenbelt, του Πανεπιστημίου του Μάαστριχτ δήλωσε: «Υποτίθεται ότι η σταθερή εσωτερική θερμοκρασίες θα ικανοποιούσε την άνεση και βοηθούσε την υγεία των περισσοτέρων ανθρώπων. Ωστόσο, αυτή η έρευνα δείχνει ότι η ήπια κρύα και μεταβαλλόμενη θερμοκρασία μπορεί να έχει θετική επίδραση στην υγεία μας και ταυτόχρονα να είναι αποδεκτή ή ακόμη και να δημιουργεί ευχαρίστηση».
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Building Research & Information, υπογραμμίζει: «Οι έννοιες της άνεσης και της υγείας μπορεί να σχετίζονται, αλλά δεν είναι ταυτίζονται. Έχουμε συγκεντρώσει νέες πληροφορίες για τις μεταβολικές επιδράσεις στην υγεία της έκθεσης σε θερμοκρασίες εκτός της ζώνης θερμικής άνεσης του ανθρώπου. Ελαφρώς κρύα και ζεστά περιβάλλοντα αυξάνουν τον μεταβολισμό, στοχεύοντας έτσι την παχυσαρκία, αντισταθμίζοντας την υπερβολική πρόσληψη ενέργειας. Επιπλέον, το ήπιο κρύο επηρεάζει τον μεταβολισμό της γλυκόζης».
«Δέκα ημέρες έκθεσης με διαλείμματα σε ήπιο κρύο ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, αύξησαν την ευαισθησία τους στην ινσουλίνη και, ως εκ τούτου, τη διαχείριση της γλυκόζης, περισσότερο από 40%. Αυτό είναι συγκρίσιμο με τις καλύτερες διαθέσιμες θεραπείες φαρμακευτικής αγωγής ή σωματικής δραστηριότητας».
«Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι οι καρδιαγγειακές παράμετροι μπορεί να επηρεαστούν θετικά από την τακτική έκθεση στη θερμότητα και το κρύο».
Η έκθεση διευκρινίζει ότι αυτό δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι θα πρέπει «να υποφέρουν από δυσφορία» για χάρη της υγείας τους: σταδιακά θα συνηθίσουν ή θα αρχίσουν να απολαμβάνουν την άνοδο και την πτώση του υδραργύρου. «Οι παρατεταμένες χρονικές παραμονές έξω από τη ζώνη θερμικής άνεσης έχουν ως αποτέλεσμα τον εγκλιματισμό. Οι χαμηλές ή υψηλές θερμοκρασίες σε ένα δυναμικό θερμικό περιβάλλον μπορούν να γίνουν σταδιακά αποδεκτές ή και ευχάριστες».