Ο εκφοβισμός στην παιδική ηλικία θα μπορούσε να οδηγήσει σε προβλήματα υγείας κατά τη διάρκεια της ενήλικης ζωής, όπως προειδοποιούν οι ερευνητές.
Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Psychological Science, το bullying κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας, μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα, όταν τα παιδιά ενηλικιώνονται, υγείας, ψυχολογικά αλλά και οικονομικά. Το εντυπωσιακό είναι ότι αυτό αφορά τόσο τα θύματα, όσο και τους θύτες του εκφοβισμού.
Η έρευνα παρακολούθησε περισσότερους από 300 άνδρες από την ηλικία πέντε έως επτά ετών, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας των 30 τους. Διαπίστωσαν ότι οι άνδρες που ήταν νταήδες κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας είχαν περισσότερες πιθανότητες να καπνίζουν, να κάνουν χρήση μαριχουάνας, να αντιμετωπίζουν αγχωτικές καταστάσεις και να είναι επιθετικοί και εχθρικοί, περισσότερο από 20 χρόνια αργότερα.
Από την άλλη πλευρά, οι άνδρες που εκφοβίστηκαν ως παιδιά είχαν περισσότερες οικονομικές δυσκολίες, αισθανόταν ότι αντιμετωπίζονταν πιο άδικα από τους άλλους και ήταν λιγότερο αισιόδοξοι για το μέλλον τους.
Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι το άγχος, ο θυμός και η εχθρότητα μπορούν να οδηγήσουν σε κινδύνους για την υγεία, όπως οι καρδιαγγειακές παθήσεις και η υψηλή αρτηριακή πίεση, με αποτέλεσμα τόσο εκείνοι που εκφόβιζαν όσο και εκείνοι που εκφοβίζονταν ως παιδιά, να διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν σοβαρά προβλήματα υγείας αργότερα στη ζωή τους.
«Τα παιδιά που έκαναν bullying εξακολουθούσαν να είναι επιθετικά ως ενήλικες, ενώ τα θύματα του bullying εξακολουθούσαν να αισθάνονται ότι αντιμετωπίζονται άδικα ως ενήλικες», δήλωσε η Karen A. Matthews, επικεφαλής ερευνήτρια του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ. «Και οι δύο ομάδες είχαν πολύ άγχος στην ενήλικη ζωή τους, ο αντίκτυπος του παιδικού εκφοβισμού διαρκεί για πολύ καιρό».
Η μακροχρόνια μελέτη άρχισε το 1987, παρατηρώντας περίπου 500 αγόρια στο Πίτσμπουργκ. Περισσότερα από τα μισά από τα αγόρια στην αρχική μελέτη ήταν μαύρα και οι ερευνητές σημείωσαν ότι τα συνολικά αποτελέσματα ήταν αρκετά παρόμοια τόσο για τους μαύρους όσο και για τους λευκούς άνδρες.
Τα αγόρια αξιολογούνταν τακτικά και συλλέχθηκαν δεδομένα από παιδιά, γονείς και δασκάλους σχετικά με τη συμπεριφορά εκφοβισμού, όταν τα αγόρια ήταν μεταξύ 10 και 12 ετών. Από τους 500 αρχικούς συμμετέχοντες, 300 κλήθηκαν αργότερα για να συμπληρώσουν ερωτηματολόγια για τα επίπεδα άγχους, το ιστορικό υγείας και την κοινωνικοοικονομική τους κατάσταση. Περίπου 260 έκαναν κλινικές εξετάσεις για να διαπιστωθεί η υγεία τους. Πολλοί από τους αρχικούς συμμετέχοντες δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν αργότερα, επειδή είχαν πεθάνει ή φυλακιστεί, σημειώνουν οι ερευνητές.
Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι τα παιδιά που κινδυνεύουν να εμπλακούν σε εκφοβισμό, ως θύτες ή θύματα, θα ωφεληθούν από την έγκαιρη παρέμβαση, έτσι ώστε να έχουν μακροπρόθεσμα οφέλη ψυχοκοινωνικής και σωματικής υγείας.